Μετενσαρκώσεις Ερώτων
Με αυτή τη λογική η δημιουργία είναι ένας Μεγάλος Έρωτας, που ενσαρκώνεται στα πολυεπίπεδα του κοσμικού χωροχρόνου. Που εξελίσσεται από Πνευματικό Άπειρο σε θνητό χρονότροπο.
Είναι η επέκταση της ιερότητας, του Πρωταρχικού Έρωτα» («Θνητές εξηγήσεις για τον Αθάνατο Έρωτα», σελ.16).
Διττός λόγος: ποιητικά δοκιμιακός, δοκιμιακά ποιητικός. Κάπου μεταξύ ποιητικής πρόζας και λυρισμού κινείται ο Βασίλης Ρ. Φλώρος στη συλλογή με τον μακρύ επεξηγηματικό τίτλο (που δίνει και το στίγμα του όλου εγχειρήματος) «Μετενσαρκώσεις Ερώτων. Ποιητικές Ιστορίες για τον Έρωτα και τα Συγγενικά του Πεδία», βιβλίο καλαίσθητο που εξέδωσε με γνώση και μεράκι ο ακάματος, ακαταπόνητος κι αδάμαστος από τις δυσκολίες της καθημερινότητας Ηλίας Μέλιος, του εκδοτικού οίκου με το σημαίνον όνομα «Δυτικές Ινδίες». Εξαιρετικά αποτυπωμένο στο εξώφυλλο έργο ζωγραφικής πάνω σε πέτρα της Μαγδαληνής Κωστοπούλου. Τον ποιητικό λόγο κοσμούν, διακόπτοντάς τον, ασπρόμαυρες φωτογραφίες της Κατερίνας Πετροπουλέα με γυναίκες, κλίμακες, ομπρέλες, σεντόνια και δεσμά, νερά, φώς (το Φως είναι πάντα μόνον Ένα) και σκιές (πάντα στον πληθυντικό, γιατί προέρχονται από τις πολλαπλές ατομικότητες – ο διαχωρισμός από τη Ζωοδόχο Πηγή των πάντων: η αιτία της γέννησης του Κακού στο αστρικό πεδίο, της Γης, παραπέρα δεν γνωρίζουμε).
«Χριστός Ανέστη! / Με την πεποίθηση ότι τα σώματα / κάποτε θα πάρουν την εκδίκησή τους / και θα απαιτήσουν τη χαμένη τους δικαιοσύνη. Τα χαμένα τους όνειρα. / Γιατί ανάμεσα στην ηθική του Σύμπαντος / και στην ηθική των θρησκειών / υπάρχει και η ηθική του έρωτα» (σελ. 18).
Με πλάγια στοιχεία μιλάει ο ποιητής απευθείας στον αναγνώστη, τον προτρέπει, τον νουθετεί, τον κατευθύνει. Με όρθια στοιχεία τα κυρίως ποιήματα, διονυσιακά κι απολλώνεια, στοχαστικά χωρίς αναμασημένες φιλοσοφίες. Ο Ορφικός Έρως συνέχει τα πάντα και δικαιώνει τη Ζωή, πάση θυσία κι άνευ όρων ή ορίων. Οι ανθρώπινες ψυχές έρχονται κι επανέρχονται για να βιώσουν την Πτώση, αλλά μ’ έναν απώτερο σκοπό: τον διακαή πόθο ν’ αγαπηθούν και να ενωθούν με το Όλον. Δεν υπάρχει ανώτερο και κατώτερο. Όλα είναι εκφάνσεις του Ενός. Αυτή η ινδουιστική αλλά και η προσωκρατική πίστη στη Μία κι Αδιαίρετη Μονάδα, από την οποία προέρχονται όλες οι μορφές, συνέχει το ποιητικό σύμπαν του Βασίλη Ρ. Φλώρου που γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1967, ασχολείται δημιουργικά με το θέατρο και το θεατρικό παιχνίδι κι ακυρώνει γράφοντας το φάσμα της Μοναξιάς, την οποία εντάσσει στον ψευδαισθητικό κόσμο τής «Μάγια» (των Ινδών).
Η ανάγκη «Να γίνουμε Αλχημιστές του Μέλλοντος, / Να μεταλλάξουμε σε χρυσάφι τα κάρβουνα του μέλλοντός μας» (σελ. 12), δείχνει τη χαίνουσα πληγή της (σωματικής) μνήμης, που όσο κι αν φαίνεται επουλωμένη είναι το υπόστρωμα που πάνωθέ του ανθεί η «υπαρξιακή μοναξιά» του ποιητή (σελ. 8).
«Η γραφή μπορεί να είναι αγαθό ή δούλος ενός Αγνώστου Πατρός. Μπορεί η προέκταση μιας φασολιάς καθώς ανεβαίνει στον ουρανό. Το να γράφεις είναι ταυτόχρονα ένας τρόπος πίστης και ένας τρόπος διατάραξης μιας ηθικής. Ακόμα είναι και ένας εξευγενισμένος τρόπος να υπερασπίζεις το συμφέρον σου, ή ένας τρόπος του έρωτα» (σελ. 22).
Ο έρωτας ως ματαιωμένη πιθανότητα του παρόντος, ως ανάμνηση ενός λαμπρού εξιδανικευμένου παρελθόντος, το σώμα που ζητάει εκδίκηση κι η συνήθεια της αγάπης που μοιάζει σα να μην αρκεί στον ομιλώντα για να βγάλει τη μέρα του ή για να σπρώξει το σαρκίο μέχρι το πέρας της ζωής του. Όμως αυτός «δεν αποστράφηκε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας» όπως ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Η ομιλούσα ποιητική φωνή συνθηκολόγησε όπως «ο καιρός χωμένος σε μαλλιαρές παντόφλες».
Ο έρωτας είναι εισιτήριο και διόδια για τον κόσμο της εμπειρίας: «Τα σπίτια των γυναικών που αγάπησα είναι οι ψυχές τους / που μου έκαναν τη χάρη και με είχαν φιλοξενήσει / στους αιώνες της εμπειρίας. / Ψυχές που ευγνωμονώ / καθώς βγαίνω από το κέλυφος της ιστορίας μου σαν μικρός Ηρακλής / κρατώντας το χαμόγελο της επίγνωσης στο ένα χέρι / και το φίδι της αυταπάτης μου στο άλλο» (σελ. 25).
Τα περίφημα συναισθήματα, το διαρκές κυνήγι της χαράς, η αποφυγή της θλίψης, ο παυσίπονος και παυσίλυπος καταναλωτικός πολιτισμός μας, απομυθοποιούνται πλήρως από τον ποιητή: «Γιατί πάνω από την ευτυχία και τη δυστυχία / ζουν τα λουλούδια, τα πουλιά, ο ήλιος και τ’ αστέρια, μερικοί καλόγεροι που έχουν ξεφύγει από τις θρησκείες, λίγοι καλλιτέχνες της τέχνης της Ζωής / και κάτι αχινοί εκεί δίπλα στους βράχους... // Συχνά ισορροπούμε / στο τεντωμένο σκοινί των συναισθημάτων, / με ευτυχίες και δυστυχίες χτισμένες στην άμμο...» (σελ. 32).
Όμως κι η Αγάπη βρίσκει τη δεσπόζουσα θέση που της αρμόζει στο μυθολογικό σύμπαν του ποιητή Βασίλη Ρ. Φλώρου: «Αυτό που μένει είναι η ενέργεια των έργων μας. / Μόνο οι πράξεις εκείνες που δημιούργησαν την αγάπη. / Η πιο ολοκληρωμένη πράξη, η αγάπη» (σελ. 35). «Η μετεξέλιξη του έρωτα από φανατισμένο οπαδό σε φωτεινό δημιουργό παράγει συχνά την αγάπη. Η αγάπη τότε μπορεί να συναντήσει το πνεύμα. Το πνεύμα αναδεικνύει τον αληθινό Εαυτό. Μόνο αυτόν παντρεύεται παντοτινά η ευτυχία» (σελ. 36). Όμως θρηνεί ο ποιητής αυτή την εντροπία του ενστίκτου και τη μετάλλαξή του σε αισθήματα ανώτερα: «Δεν σε κρατάει πια το πάθος των φιλιών μου. / Μόνο μια αίσθηση οικειότητας./ [..] Στη μέση του στρώματος συναντάμε την ίδια ανάγκη / και της Ζωής το μέγα μυστήριο! / Εκείνο που ενώνει τους ανθρώπους δίχως ερμηνεία. / Μα όταν πιάνουμε τις άκρες, τέμνουμε το άπειρο, / πιστοί στην εντροπία του έρωτα...» (σελ. 37).
Η ειρωνική αλλά κι αυτοσαρκαστική του διάθεση φαίνεται στο ποίημα «Ημέρα Ποίησης»: «Κάτι ερωτικές λέξεις που είχαν πέσει από μια επαγγελία / μου έσκισαν το πουκάμισο της Σκέψης. / Βέβαια, τέτοιες κοινότοπες μετατοπίσεις της Συνείδησης / είναι συχνό φαινόμενο στις κοινωνικές συναθροίσεις. / Γιατί όταν βρίσκεσαι με πολλούς, / είναι δύσκολο να θυμηθείς πως είσαι προβολή του πνεύματος / και όχι περιηγητής της ματαιοδοξίας» (σελ. 38).
Η θρυλούμενη προαιώνια διαμάχη Φωτός-Σκότους φαίνεται να μην τρομάζει τον Βασίλη Φλώρο. Υπεραισιόδοξος και σίγουρος για τη νικητήρια προέλαση του Φωτός θεωρεί το σκοτάδι αδιάφορο ή ακόμα κι ευεργέτη, αφού το φιλοσοφικά στοχαστικό ποίημα «Η εκμετάλλευση του σκοταδιού» καταλήγει: «Αποδεχτήκαμε το ειρωνικό χιούμορ της Ύπαρξης / και τη δόξα της καλοκαιρινής Αύρας. / Δεν έχουμε λοιπόν τίποτα να φοβηθούμε. / Υπάρχει πάντα καιρός. / Εμείς είμαστε το φως. / Εμείς και ο δρόμος» (σελ. 39).
Η αποδοχή της ατομικής πορείας που έχει διατρέξει ο καθένας μας στο μονοπάτι της Γνώσης συνοψίζεται στη δήλωση: «Όλα ήταν σημαντικά» (σελ. 42).
Αλάφρυνση του τόνου στο σκωπτικό ποίημα «Σαν Ελλάδα» (σελ. 43). Εδώ τα ονόματα γίνονται προσχήματα αληθούς ευδαιμονίας κι ο ποιητής γέρνει και γερνά (εύστοχος ο διπλοτονισμός τού «γέρνώ») «αθόρυβα» ελπίζοντας «σαν Ελλάδα».
Στην «Ώριμη ωμότητα» «η ηδονή του σώματος μετεξελίσσεται σε σεβασμό» (σελ. 44). Στη χρωματοπυξίδα η συνεπιβάτις απαξιώνει την προγενέστερη ποιητική συλλογή με την υπεκφυγή «Ωραία μέρα!» κι ο ματαιωμένος πόθος του ποιητή να καταξιωθεί στα μάτια της ξεσπάει –σε τι άλλο;– σε λέξεις: «Οι ωραίες μέρες παραμένουν ωραίες / και χωρίς τα ποιήματα και χωρίς τους ποιητές! // Η ωραιότητα προηγείται της ποίησης γιατί έχει μια αφοπλιστική ειλικρίνεια» (σελ. 45).
Στο ποίημα «Μαρία» (σελ. 46) η ώριμη ψυχή η ικανή γι’ αγάπη νοσταλγεί τις συμπαντικές φουσκοδεντριές του «χαζοχαρούμενου» κυτταρικού έρωτα, αλλά δυσκολεύεται ακόμα και ν’ ανασύρει στη θύμησή της πώς ήταν αυτό το σωματικό σκίρτημα της ψυχής. Σ’ αυτή τη σελίδα φαίνεται με μεγάλη ακρίβεια, νομίζω, η θεματική ιδιαιτερότητα της ποιητικής του Βασίλη Φλώρου: η χαρμολύπη για την απωλεσθείσα σωματικότητα της αγάπης, το αμφίβολο ή φευγαλέο της ερωτικής μνήμης (αντίθετα από το Καβαφικό «Σώμα θυμήσου!»). Η ποιητική φωνή που ομιλεί μέσα από τους στίχους του Βασίλη Ρ. Φλώρου αναλογίζεται με κάποια πίκρα το αποδημητικό «πουλί της νιότης» που έφυγε ανεπιστρεπτί για άλλα μήκη και πλάτη της Γης.
Αυτό το μεταμοντέρνο αμάλγαμα ποιητικού λυρισμού και στοχαστικής πρόζας προοιωνίζεται ίσως περισσότερο δοκιμιακές γραφές.
Όμως ας κλείσουμε αυτό το σύντομο σημείωμα όπως αρχίσαμε, με τα ίδια του τα λόγια: «Είμαι πεπεισμένος πως ο αληθινός εαυτός μας, ο πραγματικά ευτυχισμένος εαυτός, δεν είναι τα παροδικά και θυελλώδη ερωτικά συναισθήματα, ούτε οι προσκολλήσεις μας σε πρόσωπα και σε πάθη. Αυτό δεν σημαίνει καταδίκη του έρωτα, απλά αναβάθμιση και φρέσκια οπτική. Οι νέες γενιές θα πρέπει να λύσουν τα ζητήματα των σχέσεων, των σεξουαλικών συμπεριφορών, της συμβίωσης, του γάμου, της τεκνοποίησης, της ηδονής, της αγάπης. Να τα δουν κάτω από μια καινούργια αντίληψη δίνοντας νέα επίγνωση στις ερωτικές σχέσεις, ενισχύοντας έτσι το αληθινό νόημα του έρωτα. Να σημάνουν την έναρξη ενός πιο ώριμου ελεύθερου και πνευματικού ερωτικού μέλλοντος». Κι ο τίτλος μπαίνει στο τέλος: «Σύγχρονοι Έρωτες» (σελ. 53).
Ένας καινούργιος στοχαστής γεννιέται, ακόμα ένας κρίκος στη μακραίωνη αλυσίδα των ποιητών-προφητών, θεραπευτών και μάντεων, των νοσταλγών του ωκεάνιου αισθήματος της Ένωσης με το Άπαν.
Ας υποδεχτούμε τον Βασίλη Ρ. Φλώρο όπως του αξίζει: με γαλήνη του θυμικού, αγνότητα ψυχής και καθαρότητα του νου.
Ίσως κάποτε να μπορεί να μεταγγίσει όλη την αλήθεια του σε βιβλίο.
Κωνσταντίνος Μπούρας - Θεατρολόγος & Κριτικός Λογοτεχνίας
Εκδότης | Δυτικές Ινδίες |
ISBN | 978-960-89405-4-3 |
Διαστάσεις | 24*15 |
Αριθμός σελίδων | 82 |
Δέσιμο | Μαλακό Εξώφυλλο |
Γλώσσα γραφής | Ελληνικά |
Χρονολογία Έκδοσης | 2013 |
Τόπος Έκδοσης | Αθήνα |