Ο μύθος του σπηλαίου του Πλάτωνα διαχρονικό μήνυμα αφύπνισης
Mέσα από τον διαχρονικό μύθο του σπηλαίου, που περιγράφει ο αρχαίος μεγάλος φιλόσοφος Πλάτων, μπορούμε να κατανοήσουμε πως η ίδια η φύση του ανθρώπου κρατάει καθηλωμένο τον άνθρωπο μέσα στην ψευδαίσθηση αυτού του κόσμου και πως επιδρούν επάνω του η αγνωσία και η απαιδευσία από την μία μεριά και η γνώση και η παιδεία από την άλλη. Επίσης, το σπήλαιο του Πλάτωνα συμβολίζει την περιπέτεια της ψυχής που βρίσκεται βυθισμένη στο σκοτάδι της αγνωσίας και τη δύσκολη, όπως και επώδυνη πολλές φορές, πορεία της στο φως της επίγνωσης.
Ας δούμε παρακάτω από την "Πλάτωνος Πολιτεία" (514a-517a) τον χαρακτηριστικό διάλογο που φέρεται να κάνει ο Σωκράτης:
«- Φαντάσου, ανθρώπους να ζουν σε μια υπόγεια κατοικία, που είναι σαν σπηλιά και η είσοδος της είναι ανοιχτή στο φως σε όλο το μήκος της σπηλιάς. Σ’ αυτή την κατοικία έχουν ριχθεί κάποιοι άνθρωποι από την παιδική τους ηλικία, δεμένοι με αλυσίδες στα πόδια και στον αυχένα, με τέτοιο τρόπο που να μην μπορούν να μετακινηθούν, ούτε να βλέπουν αλλού παρά μόνον εμπρός και ακόμη λόγω των αλυσίδων να μην μπορούν να γυρίσουν γύρω-γύρω τα κεφάλια τους. Ένα φως προερχόμενο από μία φωτιά που καίει από πίσω τους, φωτίζει από μακριά τη μία πλευρά της σπηλιάς. Μεταξύ των δεσμωτών αυτών και της φωτιάς υπάρχει ένας δρόμος και κατά μήκος αυτού ένας τοίχος, σαν τα παραπετάσματα που τοποθετούν οι θαυματοποιοί μεταξύ του εαυτού τους και του κοινού, και πάνω από τα οποία δείχνουν τα θαύματα τους.
- Τα φαντάζομαι όλα είπε.
- Φαντάσου τώρα ανθρώπους, που βαδίζουν παράλληλα προς τον μικρό τοίχο και μεταφέρουν διαφόρων ειδών κατασκευάσματα, που φτάνουν πιο ψηλά από τον τοίχο, όπως λίθινα και ξύλινα αγάλματα και ομοιώματα ζώων. Όπως είναι φυσικό, άλλοι από τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονται μιλούν και άλλοι σιωπούν.
- Πολύ παράξενη η εικόνα που μου παρουσιάζεις και παράξενοι οι δεσμώτες σου, είπε.
- Όμοιοι με ’μάς είναι. Πρώτα απ’ όλα νομίζεις πως αυτοί οι δεσμώτες, εκτός του εαυτού τους και των συντρόφων τους, έχουν δει τίποτε άλλο εκτός από σκιές που προβάλλονται λόγω της φωτιάς στον αντικρινό τοίχο του σπηλαίου; Και πώς θα ήταν δυνατόν να έχουν δει, αφού σε όλη τους τη ζωή κρατούν τα κεφάλια τους ακίνητα; Εάν λοιπόν μπορούσαν να μιλήσουν μεταξύ τους, δεν έχεις τη γνώμη ότι πιστεύουν πως ονοματίζουν τα πραγματικά αντικείμενα, όταν ονοματίζουν τις σκιές που βλέπουν;
- Αναγκαστικά.
- Τι θα συνέβαινε τώρα αν στ’ αυτιά των δεσμωτών έφτανε η αντήχηση από τον αντικρινό τοίχο κάθε φορά που μιλούσε κάποιος από εκείνους που πηγαινοέρχονται απ’ έξω; Έχεις τη γνώμη ότι θα πίστευαν ότι είναι κάποιος άλλος αυτός που μιλάει, και όχι η σκιά που κινείται στον τοίχο;
- Μα τον θεό, είπε, δεν έχω τέτοια γνώμη.
- Είναι λοιπόν έξω από κάθε αμφιβολία, ότι αυτοί τίποτε άλλο δεν θεωρούν ως αληθινό παρά μόνον τις σκιές αυτών των κατασκευών.
- Κατ’ ανάγκην αναπόδραστη, είπε.
- Σκέψου τώρα, τι είδους θα ήταν η λύτρωση και θεραπεία τους από τα δεσμά και την αφροσύνη, αν συνέβαινε κάτι κατά τον εξής τρόπο: Κάθε φορά που κάποιος θα ελευθερωνόταν και θ’ αναγκαζόταν ξαφνικά να σηκωθεί, να στριφογυρίσει τον λαιμό του, να βαδίσει και να σηκώσει τα μάτια του στο φως, δεν θα αισθανόταν πόνους κάνοντας κάτι τέτοιο; Και από το αστραφτερό φως δεν θα είχε καν τη δύναμη να βλέπει καθαρά τα αντικείμενα εκείνα, των οποίων έως τότε έβλεπε τη σκιά; Τι νομίζεις ότι θ’ απαντούσε αν του έλεγε κανείς ότι τότε έβλεπε φλυαρίες και τώρα, που βρίσκεται περισσότερο κοντά στην πραγματικότητα και έχει στραφεί προς αντικείμενα περισσότερο πραγματικά, βλέπει πιο σωστά; Και μάλιστα, δείχνοντας του κάθε τι που περνούσε, αν τον ανάγκαζε με ερωτήσεις ν’ απαντά τι είναι το κάθε ένα, δεν νομίζεις πως θα βρισκόταν σε απορία και θα νόμιζε πως ήταν πιο αληθινά όσα έβλεπε τότε, παρά όσα του δείχνουν τώρα;
-Βεβαιότατα είπε.
- Και αν τον ανάγκαζε να κοιτάξει προς το φως, δεν θα αισθανόταν πόνους στα μάτια του και δεν θα έφευγε γυρίζοντας πίσω σ’ εκείνα που είχε συνηθίσει να βλέπει και δεν θα νόμιζε πως αυτά είναι πολύ καθαρότερα από εκείνα που του δείχνουν τώρα;
- Έτσι θα συμβεί.
- Και αν τον έσερνε κανείς με τη βία έξω από το σπήλαιο, και τον ανέβαζε σε δρόμο δύσκολο και ανηφορικό, και δεν τον άφηνε πριν τον βγάλει έξω στο φως του ήλιου, άραγε δεν θα γέμιζε από δυσαρέσκεια, πόνο κι’ αγανάκτηση για αυτή την αναγκαστική έξοδο; Και όταν θα έφτανε στο φως επειδή τα μάτια του θα ήταν πλημμυρισμένα από την λάμψη, δεν θα του ήταν αδύνατον να βλέπει έστω και ένα από αυτά που λέμε εμείς αληθινά; Δεν θα μπορούσε να βλέπει τουλάχιστον στην αρχή. Θα χρειαζόταν λοιπόν να συνηθίσει, αν επρόκειτο να δει όσα βρίσκονται επάνω. Στην αρχή πιο εύκολα θα μπορούσε να διακρίνει τις σκιές, κατόπιν τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων αντικειμένων μέσα στο νερό και στο τέλος τα ίδια τα αντικείμενα. Ύστερα από αυτό σηκώνοντας το βλέμμα του προς το φως των άστρων και της σελήνης θα μπορούσε να δει ευκολότερα την νύχτα τα ουράνια σώματα και τον ουρανό, παρά την ημέρα τον ήλιο και το φως του ήλιου.
- Βεβαιότατα.
- Στο τέλος λοιπόν νομίζω, θα μπορούσε να δει τον ίδιο τον ήλιο στην πραγματική του θέση, και όχι τα είδωλά του μέσα στο νερό και σε διαφορετική θέση, και να τον διερευνήσει τι πράγμα είναι.
- Αναγκαστικά, είπε.
-Ύστερα από όλα αυτά θα μπορέσει να σκεφτεί και να συμπεράνει ότι ο ήλιος είναι αυτός που δημιουργεί τις εποχές και τα έτη και ότι αυτός, κατά κάποιον τρόπο, είναι η αιτία όλων εκείνων που έβλεπαν στο σπήλαιο.
- Είναι φανερό πώς ύστερα από όσα θα δει, σ’ αυτό το συμπέρασμα θα καταλήξει.
- Και όταν ξαναθυμηθεί την πρώτη του κατοικία και την σοφία που του έλλειπε εκεί και τους συντρόφους του στα δεσμά, δεν νομίζεις ότι θα ευσπλαχνιζόταν τους άλλους;
- Οπωσδήποτε.
Και αν τότε στο σπήλαιο είχαν καθιερώσει μεταξύ τους τιμές, επαίνους και βραβεία για εκείνον που διέκρινε με μεγάλη οξυδέρκεια τις σκιές που περνούσαν και θυμόταν με ακρίβεια ποιές σκιές συνήθιζαν να προπορεύονται, ποιές να ακολουθούν και ποιές να πηγαίνουν μαζί και εξ’ αιτίας αυτού του λόγου, ήταν ικανός να προβλέψει εκείνο που επρόκειτο να έρθει, νομίζεις πως ο άνθρωπος που ανέβηκε στον επάνω κόσμο θα τα επιθυμούσε όλα αυτά και θα ζήλευε εκείνους που τους τιμούσαν οι δεσμώτες και εκείνους που ήταν δυνάστες μαζί τους, ή θα ήθελε υπερβολικά αυτό που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα «να ζει πάνω στη γη και ας δούλευε σαν εργάτης κοντά σε άνθρωπο δίχως κλήρο». Και συνεπώς θα προτιμούσε να πάθει οτιδήποτε άλλο παρά να πιστεύει όσα πίστευε τότε και να ζει όπως ζούσε τότε;
- Έτσι είπε, νομίζω εγώ τουλάχιστον, πως θα δεχόταν να πάθει οτιδήποτε άλλο παρά να ζει με εκείνο τον τρόπο.
- Πρόσεξε τώρα το εξής: Αν αυτός κατέβει και καθίσει στον ίδια θέση, άραγε δεν θα γεμίσουν τα μάτια του από σκοτάδι, επειδή ξαφνικά ήρθε από τον ήλιο;
- Βεβαίως, είπε.
Αν πάλι ήταν ανάγκη να διαγωνιστεί αυτός, με τους αιωνίως δεσμώτες εκεί, λέγοντάς τους τη γνώμη του για τις σκιές εκείνες, ενώ ακόμη δεν βλέπει καλά, προτού συνηθίσουν τα μάτια του στη νέα κατάσταση και βέβαια για να συνηθίσουν θα χρειαζόταν και λίγος χρόνος, άραγε δεν θα έδινε αφορμή για γέλια; Και δεν θα έλεγαν οι άλλοι γι’ αυτόν ότι το ν’ ανέβει επάνω τον έκανε να γυρίσει με τα μάτια χαλασμένα, και ότι δεν αξίζει καθόλου τον κόπο να αποπειραθεί ν’ ανέβει κανείς επάνω; Και επίσης δεν θα έλεγαν ότι όποιον επιχειρήσει να τους λύσει και να τους φέρει στον επάνω κόσμο θα τον σκότωναν, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους για να τον σκοτώσουν;
- Ασφαλώς θα τον σκότωναν, είπε.
- Αυτή λοιπόν την εικόνα, αγαπητέ Γλαύκων, πρέπει να την προσαρμόσεις σε αυτά ακριβώς που είπαμε πρωτύτερα, εξομοιώνοντας τον ορατό κόσμο με τη σπηλιά-φυλακή και το φως της φωτιάς που φώτιζε εκεί, με το φως του ήλιου. Αν ακόμη εξομοιώσεις το ανέβασμα στον επάνω κόσμο και τη θέα αυτών που βρίσκονται σ’ αυτόν, με το ανέβασμα της ψυχής στον κόσμο της νόησης και της γνώσης, τότε θα μάθεις τη δική μου σκέψη, αφού τόσο πολύ θέλεις να την ακούσεις.»
Ας δούμε τα πιο χαρακτηριστικά σημεία, καθώς και τους συμβολισμούς και τα μηνύματα που προκύπτουν απ’ όσα αναφέρονται δια στόματος Σωκράτη σ’ αυτή την πολύ χρήσιμη και διδακτική παραβολή του Πλάτωνα. Οι δεσμώτες, που έχουν ριχθεί στην υπόγεια κατοικία τους από παιδιά, συμβολίζουν το σκοτάδι της αγνωσίας και τη «φυλακή» της ασυνειδησίας, που έχουν «καταδικαστεί» εκ γενετής οι άνθρωποι. Το να ζουν, δηλαδή, σ' έναν ψευδαισθητικό κόσμο και μία νοητική πλάνη, χωρίς να μπορούν ν’ αντιληφθούν την αλήθεια. Το ότι έχουν αλυσίδες στον αυχένα και στα πόδια, αλλά τα χέρια τους είναι ελεύθερα και μπορούν, αν το αποφασίσουν, να ελευθερωθούν, συμβολίζει τη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος, αν το θελήσει, να αναζητήσει την αλήθεια και τη γνώση, αλλά, όπως υπαινίσσεται ο μύθος, οι άνθρωποι δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια της ψευδαίσθησης, ούτε τολμούν ν’ ακολουθήσουν μία καινούργια πορεία που είναι απροσδιόριστη και τους γεμίζει ανασφάλεια, όπως αυτή της αφύπνισης και της επίγνωσης. Αν υπάρξει κάποιος, που κατάφερε να λύσει τα δεσμά και βγήκε στον έξω κόσμο, όπως κάποιος που πέρασε στον κόσμο της αλήθειας και στο φως της γνώσης και επιστρέψει, θέλοντας ν’ αποκαλύψει στους άλλους την αλήθεια, θα τον θεωρήσουν γραφικό και ιδιόρρυθμο και θα τον κοροϊδέψουν, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλους αυτούς, που πασχίζουν να αφυπνίσουν τον άνθρωπο και να του αποκαλύψουν την αλήθεια. Το τραγικό, όμως, είναι ότι μπορεί και να τον σκοτώσουν αν προσπαθήσει να τους απελευθερώσει, όπως ακριβώς καταδίκασαν και τον Σωκράτη με την κατηγορία ότι εισάγει «καινά δαιμόνια», θέσεις και απόψεις, δηλαδή, έξω από τις κατεστημένες αντιλήψεις, στην αρχαία Αθήνα. Επιπρόσθετα, οι άνθρωποι του σπηλαίου δεν είναι μόνον θύματα της πλάνης τους, αλλά και των εξουσιαστών τους που επιτείνουν την πλάνη τους με διάφορα είδωλα και κατασκευάσματα, γεγονός που βασίζεται στη μεγάλη αυταπάτη των ανθρώπων. Έτσι ακριβώς όπως γίνεται και στη σύγχρονη κοινωνία, όπου οι δυνάστες του ανθρώπου της σύγχρονης εποχής, που επίσης εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη αυτογνωσίας και επίγνωσης που έχουν οι άνθρωποι σε μεγάλο βαθμό, τους χειραγωγούν, τους εξουσιάζουν και τους βυθίζουν όλο και περισσότερο στο σκοτάδι της αγνωσίας.
Δείτε παρακάτω τα σχετικά βίντεο:
Πηγή: viosyn.gr