ΟΜΙΛΙΑ στην Παρουσίαση του βιβλίου του Άγγελου Λάππα 6/10/2025
Φίλοι και φίλες, αγαπητά μέλη της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων, σας καλωσορίζω και εγώ με τη σειρά μου στην αποψινή παρουσίαση του βιβλίου «Στιγμές και στίγματα» του φίλου Άγγελου Λάππα.
Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα η ιστορία της ποίησης είναι ταυτόχρονα και η ιστορία του ποιητή, η μνημόνευση των στιγμών μέσα στον βίο του, που άφησαν το στίγμα τους στον ψυχικό του κόσμο, αλλά και στον κόσμο της λογοτεχνίας.
Στο βιβλίο «Στιγμές και στίγματα» ο φίλος Άγγελος Λάππας αφήνει το δικό του θετικό αποτύπωμα στα μεσσηνιακά και ελληνικά γράμματα. Βέβαια το στίγμα του ο λογοτέχνης το αφήνει με όλα του τα λογοτεχνικά έργα και ένας μελετητής του μέλλοντος θα ασχοληθεί με το σύνολο του έργου του. Αρκεί να ασχοληθεί ο ερευνητής του μέλλοντος, εκτός και αν η ποίηση και η λογοτεχνία δε θα έχουν καμία «χρησιμότητα» στη μελλοντική εποχή της διαστημικής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης. Δεν γνωρίζουμε...
Ξεχωρίζω όμως αυτό το έργο του Άγγελου, γιατί έχω διαβάσει και τα περισσότερα από τα προηγούμενα βιβλία του. Όχι ότι τα άλλα δεν έχουν την αρτιότητα ή δεν αναδεικνύουν το ταλέντο του λογοτέχνη Λάππα, αλλά αυτό το έργο είναι ένα ιδιαίτερο εσωτερικό κομμάτι της φύσης του, τόσο ειλικρινές, απολογητικό, συναισθηματικό, αληθινό, που υπονοεί ακόμη και τα μυστικά της ψυχής του, που σου αγγίζει και τη δική σου ψυχή (την ψυχή δηλαδή του αναγνώστη).
Επεκτείνει μέσα από τη συγκεκριμένη ποιητική του συλλογή ένα βαθύ συλλογικό μήνυμα, μια υπαρξιακή ενατένιση, έναν φιλοσοφικό στοχασμό που σπαράζει.
«Σαν τον Οδυσσέα δίπλα στο σβηστό τζάκι του στην Ιθάκη, που μέσα του καίγεται από τον νόστο, έχοντας όμως το παράθυρό του ανοιχτό στη θάλασσα και την πόρτα του ανοιχτή στο φως».
Αυτή την εικόνα που του δίνει ο ίδιος ο Λάππας σ’ ένα ποίημά του είναι η εικόνα όχι μόνο του εαυτού του, αλλά και της ποίησής του.
Θάλασσα, φως και μια ψυχή που καίγεται από τον νόστο, «έστω και αν οι χρόνοι γλιστρούν σαν ψάρια και παίρνουν μαζί τους τους τόπους μας και εμάς», όπως αναφέρει στους στίχους του. Μέσα από τέτοιους στίχους αγγίζει ο Λάππας την τραγικότητα και την ελπίδα του ανθρώπινου όντος. Τον θρίαμβό του κάποιες στιγμές. Τον κατατρεγμό του κάποιες άλλες.
Αφήνει ο Άγγελος το στίγμα του και αυτός δίπλα σε έννοιες και στοχασμούς, με τα οποία ασχολήθηκαν οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές του θεάτρου μας, οι αρχαίοι αλλά και οι σύγχρονοι φιλόσοφοι του κόσμου τούτου.
Γι’ αυτό λέω ότι το συγκεκριμένο του ποιητικό βιβλίο είναι βαθιά φιλοσοφικό.
Στο βιβλίο του Λάππα (αλλά και από βιβλία πολλών άλλων καλών ποιητών) αποδεικνύεται για πολλοστή φορά πως η ποίηση και η φιλοσοφία είναι αδελφές δίδυμες, είναι συναίσθημα και νόηση και πολλοί φιλόσοφοι, από τον Πλάτωνα ως τον Νίτσε και τον Χάιντεγκερ στηρίχτηκαν στην ποιητική γλώσσα για να ερευνήσουν φιλοσοφικές ιδέες. Γιατί η καλή ποίηση είναι μοιραία και φιλοσοφία (δε γίνεται αλλιώς), αφού αναζητά το βαθύτερο νόημα του κόσμου και της ζωής.
Από την άλλη μεριά, όλοι οι μεγάλοι ποιητές καταλήγουν μέσα από την ποίησή τους σε μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα, στοχασμούς και ιδέες. Κοινός τόπος όλων αυτών είναι η πνευματική αναζήτηση, το πνευματικό ταξίδι και αν είναι δυνατόν η πνευματική λύτρωση.
Αυτά τα τρία γνωρίσματα διακρίνω στην ποίηση του Άγγελου Λάππα, το ταξίδι, την αναζήτηση και την λύτρωση.
Γιατί ο Λάππας στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του, με τίτλο «Το τσίμπημα της μέλισσας», έρχεται και μας τσιμπάει την ψυχή και τη μνήμη (σαν το Σωκράτη που ως αλογόμυγα τσιμπούσε τη συνείδηση των Αθηναίων).
Όπως το αρωματισμένο άνθος δεν αρνείται το τσίμπημα της μέλισσας, έτσι και οι άνθρωποι (ως εραστές των ανατροπών), ως ανθοί αρωματισμένοι από τον έρωτα, δεν αρνούνται την ηδονή και την οδύνη του.
«Έρωτας και ζωή. Κανείς δεν το αρνήθηκε».λέει
Στη συνέχεια αναρωτιέται: «Πώς γίνεται όμως να περιφερόμαστε πάντα μέσα στα ερείπια;»
Ναι, έτσι είναι, η οποιαδήποτε δημιουργία έχει μέσα της και τη φθορά. Θυμήθηκα εδώ τον Νικο Τσιφόρο που ειρωνικά μας προειδοποιεί: Λες έχω αμπέλια και χωράφια και σπίτια και γης. ..Μπούρδες. Πού 'ν’ η δύναμή σου ρε φιόγκο κάτου από τούτο εδώ το Σύμπαν που μας πλακώνει με το βάρος του; Πού 'ναι τα μεγαλεία σου και το τουπέ σου; Μια ανάποδη να πάρουνε τα πράματα, στα λεφτά, στα πολιτικά, στην υγεία, στα όλα που την βασίζεις,
πας, ξεγράφτηκες και μήτε που θέλουνε να σε θυμούνται οι άλλοι.
Πέθανες και περάσανε πενήντα χρόνια και μήτε κανένας ξέρει αν υπήρξες και αν έκανες και αν σε φοβηθήκανε και σε λογαριάσανε... ”
Ναι «περιφερόμαστε πάντα μέσα στα ερείπια;» όπως λέει ο Άγγελος, όμως αυτό δεν να μας προκαλεί λύπη, γιατί πάντα έτσι συμβαίνει, έτσι είναι δομημένος ετούτος ο μυστήριος κόσμος, τα ερείπια και η μάζα των πλανητών που ολοκληρώνουν τη ζωή τους στο σύμπαν γίνονται αστρική σκόνη, που με τη σειρά της θα δημιουργήσει νέους αστέρες, νέα πλανητικά συστήματα.
Έτσι συμβαίνει και στην λογοτεχνία, δημιουργούμε νοητικά κτίσματα, υπέρλαμπρες ποιητικές κατασκευές, πλανήτες εννοιών, όμως κάποτε θα καταστραφούν.
Τα φιλοσοφικά και λογοτεχνικά ερείπια των δικών μας δημιουργημάτων θα γίνουν το νέο υλικό για νέες λαμπρές νοηματικές δημιουργίες.
Έτσι είναι ο κόσμος. Δημιουργία – φθορά – αναδόμηση.
Εδώ μέσα βρίσκεται κρυμμένο ένα Κοσμικό Νόημα, αν υπάρχει, μακάρι να υπάρχει.
Εδώ μέσα βρίσκεται και το δικό μας προσωπικό νόημα, το νόημα των στιγμών και των στιγμάτων μας, το ανθρώπινο νόημα που ο καθένας και η καθεμιά δίνει στην ζωή του.
Αυτό το φιλοσοφικό μοτίβο (Ζωή – θάνατος – αναγέννηση) έρχεται και ξαναέρχεται από διαφορετικά νοητικά μονοπάτια στην ποίηση του Λάππα. Μοτίβο μιας ποιητικής ελπίδας ότι κάπου υπάρχει ένα νόημα, έστω και αν δε φαίνεται, ένα μοτίβο που η μνήμη το επαναφέρει. Ένα νόημα που η μνήμη το αποζητάει.
«Η μνήμη έχει πάντα και το γκρίζο χρώμα της στάχτης, ό,τι άφησε στο πέρασμά της η φωτιά, η ανάμνηση της φλόγας».
Αυτά τα λόγια του Λάππα, τόσο αληθινά, σχεδόν σπαρακτικά, που ταξιδεύουν παράλληλα με τα λόγια του Καβάφη όταν λέει: «Κοιτάζοντας ένα οπάλιο μισογκρίζο θυμήθηκα δύο ωραία γκρίζα μάτια που είδα. Θα ’ναι είκοσι χρόνια πριν... Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ, ως ήσαν».
Πάντα η μνήμη, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά στιγμή και στίγμα συμπυκνωμένα από την ενέργεια των συναισθημάτων και από τις νοητικές συνδέσεις με τον Λόγο. Η Μνήμη που έχει και αυτή τις εποχές της. άλλοτε με αποξηραμένα συναισθήματα σαν τα φύλλα του φθινοπώρου, με παγωμένες θύμησες, με ανοιξιάτικες ελπίδες, αλλά και με ωραία καλοκαίρια που πέρασαν, και με την προσμονή για εκείνα που θα έρθουν.
Λέει ο ποιητής Λάππας:
«– Θέλει καιρό το καλοκαίρι να έρθει.
– Πάει καιρός που πέρασε να λες. Πάει καιρός να λες... Και πάει… ο αντίλαλος».
Όλες αυτές οι στιγμές και τα στίγματα της μνήμης είναι αντίλαλοι του ίδιου μας του εαυτού. Αντίλαλοι της ίδιας της ψυχονοητικής μας υπόστασης, που καθώς περνάνε τα καλοκαίρια της ζωής μας, καθώς περνάει ο καιρός, τα καλοκαίρια μοιάζουν σαν κραυγές του κάθε ανθρώπινου «εγώ», πως κάποτε υπήρξε στον κόσμο.
Περνάνε οι στιγμές, τα στίγματα όμως παρόντα, αλλά ο άνθρωπος είναι και ον της αντοχής. Έτσι προτάσσει ο Λάππας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του «Ασκήσεις αντοχής» :
«Βαθιά αναπνοή και θέληση. Έστω και αν μας βομβαρδίζουν με ασκήσεις φόβου, με ασκήσεις ταχύτητας…Όλα γρήγορα να γίνονται. Όλα γρήγορα να προλάβουμε. Λες και η ζωή μας είναι ένα γρήγορο ρεπορτάζ. Λες και η φύση δεν είναι μέσα μας, αλλά απέναντί μας».
«Έχουμε γίνει ηθοποιοί της ζωής μας». Έχουμε γίνει «κάλπικα νομίσματα», «σάρκες και οστά που φωνασκούν», «έχουμε ξεχάσει ότι γεννηθήκαμε στο μέσα στο φως».
Να εδώ η υπενθύμιση του ποιητή. Γιατί η ποίηση και η υπενθύμιση της αλήθειας. Όμως η αλήθεια είναι δύσκολο πράγμα.
Με την άγνοια είμαστε παντρεμένοι αιώνες τώρα. Η αλήθεια είναι η κοσμική ερωμένη μας. Την συναντάμε κρυφά πού και πού και για λίγο. Της ορκιζόμαστε ότι θα επαναστατήσουμε και θα λύσουμε τον γάμο μας με την άγνοια, αλλά δεν γινόμαστε επαναστάτες με διάρκεια.
Συνήθως, συμβιβαζόμαστε με τα συνηθισμένα της γήινης ζωής, κουβαλάμε από το σούπερ μάρκετ της ύπαρξής μας, γεμάτες σακούλες με καταναγκασμούς ή αποχωρούμε στη μοναξιά της συνείδησης και μαραζώνουμε κάτω από το δέντρο της ελπίδας ή ενός ονείρου που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ξεμένουμε, δηλαδή, ως διάβολοι στον παράδεισο και ως άγιοι στην κόλαση.
Πάντα όμως διατηρείται μέσα μας η αγιάτρευτη δίψα να ζήσουμε τον μεγάλο μας έρωτα με την αλήθεια, με την γνώση, να ανακαλύψουμε την ουσία των πραγμάτων και να ελευθερωθούμε από τον γάμο μας με την άγνοια.
Η ποίηση είναι ένας άλλος τρόπος για να επεκτείνουμε την αντίληψή μας. Είναι μια επιχείρηση κατανόησης για την ουσία του κόσμου. Μια προσπάθεια πνευματικής προβολής της αλήθειας.
Αυτή η προσπάθεια για να ανακαλύψει ο ποιητής την αλήθεια είναι έκδηλη στο βιβλίο του Λάππα. Τα ποιήματά του συνδέονται με τα μεγάλα ερωτήματα του κόσμου και της ζωής.
Ένας δυνατός ποιητικός λόγος μέσα στο πλαίσιο του Ωραίου στοχασμού, είναι η ποίηση του Λάππα, στοχασμός που έχει τη γεύση της αντικειμενικής διάστασης της ζωής, αλλά και της ελπίδας από το βασίλειο της πίστης ότι ο κόσμος ο χωμάτινος, ίσως κρύβει και μια βαθιά πνευματική όψη, άγνωστη ακόμη για το ανθρώπινο ον.
Στα ποιήματά του υπάρχει η διαλεκτική κίνηση. Η ακατάλυτη δύναμη της δημιουργίας, της σύγκρουσης και της καταστροφής. Μέσα στα ποιήματά του ρέει η σκέψη του Ηράκλειτου. Η αιώνια κίνηση της μεταβολής των πραγμάτων, τόσο στη φύση, στον πολιτισμό, αλλά και στον ψυχισμό του ανθρώπου.
Αυτός ο αναπόφευκτος δρόμος της αρχικής άγνωστης αιτίας, που δεν γνωρίζουμε το πώς και το γιατί, τον σκοπό των πραγμάτων. Αυτή η αιώνια αιτία που δονεί το σύμπαν έξω, αλλά και το σύμπαν μέσα μας, που καμία φιλοσοφική, επιστημονική και λογοτεχνική αυθεντία δεν μπορεί να δώσει επαρκή απάντηση. Αυτή η αιτία που δεν μπορεί παρά να είναι αφηρημένη και ανεξιχνίαστη, ολότελα ποιητική.
Αυτή η αρχική αιτία που γέννησε τον κόσμο ελλοχεύει στην ποίηση του Λάππα ως πίστη, φιλοσοφία και επιστήμη, ως η μεγάλη έκρηξη γέννησης και αναγέννησης της ζωής.
«Μ’ άστραμμα του νου ξαναγεννιέται ο κόσμος. Στις φλόγες μέσα». Λέει ο ποιητής.
Γιατί ο άνθρωπος είναι η φλόγα και το κερί μαζί. Για να ζήσει πρέπει να καίγεται. Δεν είμαστε τίποτα άλλο, παρά το φως του κεριού μας που καίγεται. Αυτή η λάμψη είναι όλη η χαρά μας, η λύπη μας, η δημιουργία μας, η ζωή μας. Αυτός είναι και ο χρόνος μας.
Αυτή την στιγμιαία λάμψη μας, την ελπίδα της αναγέννησης του κόσμου, αλλά και του εαυτού μας, τη δίνει ο Λάππας τόσο εύστοχα και με την κρυφή λαχτάρα της πίστης:
«Μη φοβάσαι, θα έρθουμε ξανά. Αθώα παιδιά με τη σοφία των αιώνων στους ώμους και θα είναι αλλιώς ο κόσμος. Θα έχουμε μάθει ν’ αγαπάμε αληθινά».
Σας ευχαριστώ.
Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα η ιστορία της ποίησης είναι ταυτόχρονα και η ιστορία του ποιητή, η μνημόνευση των στιγμών μέσα στον βίο του, που άφησαν το στίγμα τους στον ψυχικό του κόσμο, αλλά και στον κόσμο της λογοτεχνίας.
Στο βιβλίο «Στιγμές και στίγματα» ο φίλος Άγγελος Λάππας αφήνει το δικό του θετικό αποτύπωμα στα μεσσηνιακά και ελληνικά γράμματα. Βέβαια το στίγμα του ο λογοτέχνης το αφήνει με όλα του τα λογοτεχνικά έργα και ένας μελετητής του μέλλοντος θα ασχοληθεί με το σύνολο του έργου του. Αρκεί να ασχοληθεί ο ερευνητής του μέλλοντος, εκτός και αν η ποίηση και η λογοτεχνία δε θα έχουν καμία «χρησιμότητα» στη μελλοντική εποχή της διαστημικής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης. Δεν γνωρίζουμε...
Ξεχωρίζω όμως αυτό το έργο του Άγγελου, γιατί έχω διαβάσει και τα περισσότερα από τα προηγούμενα βιβλία του. Όχι ότι τα άλλα δεν έχουν την αρτιότητα ή δεν αναδεικνύουν το ταλέντο του λογοτέχνη Λάππα, αλλά αυτό το έργο είναι ένα ιδιαίτερο εσωτερικό κομμάτι της φύσης του, τόσο ειλικρινές, απολογητικό, συναισθηματικό, αληθινό, που υπονοεί ακόμη και τα μυστικά της ψυχής του, που σου αγγίζει και τη δική σου ψυχή (την ψυχή δηλαδή του αναγνώστη).
Επεκτείνει μέσα από τη συγκεκριμένη ποιητική του συλλογή ένα βαθύ συλλογικό μήνυμα, μια υπαρξιακή ενατένιση, έναν φιλοσοφικό στοχασμό που σπαράζει.
«Σαν τον Οδυσσέα δίπλα στο σβηστό τζάκι του στην Ιθάκη, που μέσα του καίγεται από τον νόστο, έχοντας όμως το παράθυρό του ανοιχτό στη θάλασσα και την πόρτα του ανοιχτή στο φως».
Αυτή την εικόνα που του δίνει ο ίδιος ο Λάππας σ’ ένα ποίημά του είναι η εικόνα όχι μόνο του εαυτού του, αλλά και της ποίησής του.
Θάλασσα, φως και μια ψυχή που καίγεται από τον νόστο, «έστω και αν οι χρόνοι γλιστρούν σαν ψάρια και παίρνουν μαζί τους τους τόπους μας και εμάς», όπως αναφέρει στους στίχους του. Μέσα από τέτοιους στίχους αγγίζει ο Λάππας την τραγικότητα και την ελπίδα του ανθρώπινου όντος. Τον θρίαμβό του κάποιες στιγμές. Τον κατατρεγμό του κάποιες άλλες.
Αφήνει ο Άγγελος το στίγμα του και αυτός δίπλα σε έννοιες και στοχασμούς, με τα οποία ασχολήθηκαν οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές του θεάτρου μας, οι αρχαίοι αλλά και οι σύγχρονοι φιλόσοφοι του κόσμου τούτου.
Γι’ αυτό λέω ότι το συγκεκριμένο του ποιητικό βιβλίο είναι βαθιά φιλοσοφικό.
Στο βιβλίο του Λάππα (αλλά και από βιβλία πολλών άλλων καλών ποιητών) αποδεικνύεται για πολλοστή φορά πως η ποίηση και η φιλοσοφία είναι αδελφές δίδυμες, είναι συναίσθημα και νόηση και πολλοί φιλόσοφοι, από τον Πλάτωνα ως τον Νίτσε και τον Χάιντεγκερ στηρίχτηκαν στην ποιητική γλώσσα για να ερευνήσουν φιλοσοφικές ιδέες. Γιατί η καλή ποίηση είναι μοιραία και φιλοσοφία (δε γίνεται αλλιώς), αφού αναζητά το βαθύτερο νόημα του κόσμου και της ζωής.
Από την άλλη μεριά, όλοι οι μεγάλοι ποιητές καταλήγουν μέσα από την ποίησή τους σε μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα, στοχασμούς και ιδέες. Κοινός τόπος όλων αυτών είναι η πνευματική αναζήτηση, το πνευματικό ταξίδι και αν είναι δυνατόν η πνευματική λύτρωση.
Αυτά τα τρία γνωρίσματα διακρίνω στην ποίηση του Άγγελου Λάππα, το ταξίδι, την αναζήτηση και την λύτρωση.
Γιατί ο Λάππας στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του, με τίτλο «Το τσίμπημα της μέλισσας», έρχεται και μας τσιμπάει την ψυχή και τη μνήμη (σαν το Σωκράτη που ως αλογόμυγα τσιμπούσε τη συνείδηση των Αθηναίων).
Όπως το αρωματισμένο άνθος δεν αρνείται το τσίμπημα της μέλισσας, έτσι και οι άνθρωποι (ως εραστές των ανατροπών), ως ανθοί αρωματισμένοι από τον έρωτα, δεν αρνούνται την ηδονή και την οδύνη του.
«Έρωτας και ζωή. Κανείς δεν το αρνήθηκε».λέει
Στη συνέχεια αναρωτιέται: «Πώς γίνεται όμως να περιφερόμαστε πάντα μέσα στα ερείπια;»
Ναι, έτσι είναι, η οποιαδήποτε δημιουργία έχει μέσα της και τη φθορά. Θυμήθηκα εδώ τον Νικο Τσιφόρο που ειρωνικά μας προειδοποιεί: Λες έχω αμπέλια και χωράφια και σπίτια και γης. ..Μπούρδες. Πού 'ν’ η δύναμή σου ρε φιόγκο κάτου από τούτο εδώ το Σύμπαν που μας πλακώνει με το βάρος του; Πού 'ναι τα μεγαλεία σου και το τουπέ σου; Μια ανάποδη να πάρουνε τα πράματα, στα λεφτά, στα πολιτικά, στην υγεία, στα όλα που την βασίζεις,
πας, ξεγράφτηκες και μήτε που θέλουνε να σε θυμούνται οι άλλοι.
Πέθανες και περάσανε πενήντα χρόνια και μήτε κανένας ξέρει αν υπήρξες και αν έκανες και αν σε φοβηθήκανε και σε λογαριάσανε... ”
Ναι «περιφερόμαστε πάντα μέσα στα ερείπια;» όπως λέει ο Άγγελος, όμως αυτό δεν να μας προκαλεί λύπη, γιατί πάντα έτσι συμβαίνει, έτσι είναι δομημένος ετούτος ο μυστήριος κόσμος, τα ερείπια και η μάζα των πλανητών που ολοκληρώνουν τη ζωή τους στο σύμπαν γίνονται αστρική σκόνη, που με τη σειρά της θα δημιουργήσει νέους αστέρες, νέα πλανητικά συστήματα.
Έτσι συμβαίνει και στην λογοτεχνία, δημιουργούμε νοητικά κτίσματα, υπέρλαμπρες ποιητικές κατασκευές, πλανήτες εννοιών, όμως κάποτε θα καταστραφούν.
Τα φιλοσοφικά και λογοτεχνικά ερείπια των δικών μας δημιουργημάτων θα γίνουν το νέο υλικό για νέες λαμπρές νοηματικές δημιουργίες.
Έτσι είναι ο κόσμος. Δημιουργία – φθορά – αναδόμηση.
Εδώ μέσα βρίσκεται κρυμμένο ένα Κοσμικό Νόημα, αν υπάρχει, μακάρι να υπάρχει.
Εδώ μέσα βρίσκεται και το δικό μας προσωπικό νόημα, το νόημα των στιγμών και των στιγμάτων μας, το ανθρώπινο νόημα που ο καθένας και η καθεμιά δίνει στην ζωή του.
Αυτό το φιλοσοφικό μοτίβο (Ζωή – θάνατος – αναγέννηση) έρχεται και ξαναέρχεται από διαφορετικά νοητικά μονοπάτια στην ποίηση του Λάππα. Μοτίβο μιας ποιητικής ελπίδας ότι κάπου υπάρχει ένα νόημα, έστω και αν δε φαίνεται, ένα μοτίβο που η μνήμη το επαναφέρει. Ένα νόημα που η μνήμη το αποζητάει.
«Η μνήμη έχει πάντα και το γκρίζο χρώμα της στάχτης, ό,τι άφησε στο πέρασμά της η φωτιά, η ανάμνηση της φλόγας».
Αυτά τα λόγια του Λάππα, τόσο αληθινά, σχεδόν σπαρακτικά, που ταξιδεύουν παράλληλα με τα λόγια του Καβάφη όταν λέει: «Κοιτάζοντας ένα οπάλιο μισογκρίζο θυμήθηκα δύο ωραία γκρίζα μάτια που είδα. Θα ’ναι είκοσι χρόνια πριν... Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ, ως ήσαν».
Πάντα η μνήμη, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά στιγμή και στίγμα συμπυκνωμένα από την ενέργεια των συναισθημάτων και από τις νοητικές συνδέσεις με τον Λόγο. Η Μνήμη που έχει και αυτή τις εποχές της. άλλοτε με αποξηραμένα συναισθήματα σαν τα φύλλα του φθινοπώρου, με παγωμένες θύμησες, με ανοιξιάτικες ελπίδες, αλλά και με ωραία καλοκαίρια που πέρασαν, και με την προσμονή για εκείνα που θα έρθουν.
Λέει ο ποιητής Λάππας:
«– Θέλει καιρό το καλοκαίρι να έρθει.
– Πάει καιρός που πέρασε να λες. Πάει καιρός να λες... Και πάει… ο αντίλαλος».
Όλες αυτές οι στιγμές και τα στίγματα της μνήμης είναι αντίλαλοι του ίδιου μας του εαυτού. Αντίλαλοι της ίδιας της ψυχονοητικής μας υπόστασης, που καθώς περνάνε τα καλοκαίρια της ζωής μας, καθώς περνάει ο καιρός, τα καλοκαίρια μοιάζουν σαν κραυγές του κάθε ανθρώπινου «εγώ», πως κάποτε υπήρξε στον κόσμο.
Περνάνε οι στιγμές, τα στίγματα όμως παρόντα, αλλά ο άνθρωπος είναι και ον της αντοχής. Έτσι προτάσσει ο Λάππας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του «Ασκήσεις αντοχής» :
«Βαθιά αναπνοή και θέληση. Έστω και αν μας βομβαρδίζουν με ασκήσεις φόβου, με ασκήσεις ταχύτητας…Όλα γρήγορα να γίνονται. Όλα γρήγορα να προλάβουμε. Λες και η ζωή μας είναι ένα γρήγορο ρεπορτάζ. Λες και η φύση δεν είναι μέσα μας, αλλά απέναντί μας».
«Έχουμε γίνει ηθοποιοί της ζωής μας». Έχουμε γίνει «κάλπικα νομίσματα», «σάρκες και οστά που φωνασκούν», «έχουμε ξεχάσει ότι γεννηθήκαμε στο μέσα στο φως».
Να εδώ η υπενθύμιση του ποιητή. Γιατί η ποίηση και η υπενθύμιση της αλήθειας. Όμως η αλήθεια είναι δύσκολο πράγμα.
Με την άγνοια είμαστε παντρεμένοι αιώνες τώρα. Η αλήθεια είναι η κοσμική ερωμένη μας. Την συναντάμε κρυφά πού και πού και για λίγο. Της ορκιζόμαστε ότι θα επαναστατήσουμε και θα λύσουμε τον γάμο μας με την άγνοια, αλλά δεν γινόμαστε επαναστάτες με διάρκεια.
Συνήθως, συμβιβαζόμαστε με τα συνηθισμένα της γήινης ζωής, κουβαλάμε από το σούπερ μάρκετ της ύπαρξής μας, γεμάτες σακούλες με καταναγκασμούς ή αποχωρούμε στη μοναξιά της συνείδησης και μαραζώνουμε κάτω από το δέντρο της ελπίδας ή ενός ονείρου που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ξεμένουμε, δηλαδή, ως διάβολοι στον παράδεισο και ως άγιοι στην κόλαση.
Πάντα όμως διατηρείται μέσα μας η αγιάτρευτη δίψα να ζήσουμε τον μεγάλο μας έρωτα με την αλήθεια, με την γνώση, να ανακαλύψουμε την ουσία των πραγμάτων και να ελευθερωθούμε από τον γάμο μας με την άγνοια.
Η ποίηση είναι ένας άλλος τρόπος για να επεκτείνουμε την αντίληψή μας. Είναι μια επιχείρηση κατανόησης για την ουσία του κόσμου. Μια προσπάθεια πνευματικής προβολής της αλήθειας.
Αυτή η προσπάθεια για να ανακαλύψει ο ποιητής την αλήθεια είναι έκδηλη στο βιβλίο του Λάππα. Τα ποιήματά του συνδέονται με τα μεγάλα ερωτήματα του κόσμου και της ζωής.
Ένας δυνατός ποιητικός λόγος μέσα στο πλαίσιο του Ωραίου στοχασμού, είναι η ποίηση του Λάππα, στοχασμός που έχει τη γεύση της αντικειμενικής διάστασης της ζωής, αλλά και της ελπίδας από το βασίλειο της πίστης ότι ο κόσμος ο χωμάτινος, ίσως κρύβει και μια βαθιά πνευματική όψη, άγνωστη ακόμη για το ανθρώπινο ον.
Στα ποιήματά του υπάρχει η διαλεκτική κίνηση. Η ακατάλυτη δύναμη της δημιουργίας, της σύγκρουσης και της καταστροφής. Μέσα στα ποιήματά του ρέει η σκέψη του Ηράκλειτου. Η αιώνια κίνηση της μεταβολής των πραγμάτων, τόσο στη φύση, στον πολιτισμό, αλλά και στον ψυχισμό του ανθρώπου.
Αυτός ο αναπόφευκτος δρόμος της αρχικής άγνωστης αιτίας, που δεν γνωρίζουμε το πώς και το γιατί, τον σκοπό των πραγμάτων. Αυτή η αιώνια αιτία που δονεί το σύμπαν έξω, αλλά και το σύμπαν μέσα μας, που καμία φιλοσοφική, επιστημονική και λογοτεχνική αυθεντία δεν μπορεί να δώσει επαρκή απάντηση. Αυτή η αιτία που δεν μπορεί παρά να είναι αφηρημένη και ανεξιχνίαστη, ολότελα ποιητική.
Αυτή η αρχική αιτία που γέννησε τον κόσμο ελλοχεύει στην ποίηση του Λάππα ως πίστη, φιλοσοφία και επιστήμη, ως η μεγάλη έκρηξη γέννησης και αναγέννησης της ζωής.
«Μ’ άστραμμα του νου ξαναγεννιέται ο κόσμος. Στις φλόγες μέσα». Λέει ο ποιητής.
Γιατί ο άνθρωπος είναι η φλόγα και το κερί μαζί. Για να ζήσει πρέπει να καίγεται. Δεν είμαστε τίποτα άλλο, παρά το φως του κεριού μας που καίγεται. Αυτή η λάμψη είναι όλη η χαρά μας, η λύπη μας, η δημιουργία μας, η ζωή μας. Αυτός είναι και ο χρόνος μας.
Αυτή την στιγμιαία λάμψη μας, την ελπίδα της αναγέννησης του κόσμου, αλλά και του εαυτού μας, τη δίνει ο Λάππας τόσο εύστοχα και με την κρυφή λαχτάρα της πίστης:
«Μη φοβάσαι, θα έρθουμε ξανά. Αθώα παιδιά με τη σοφία των αιώνων στους ώμους και θα είναι αλλιώς ο κόσμος. Θα έχουμε μάθει ν’ αγαπάμε αληθινά».
Σας ευχαριστώ.