Ζεϊμπέκικο με τα νετρίνα
Πρόσωπα: Άντρας (70-85 ετών) (Σε καροτσάκι κάθεται)
Γυναίκα: (Βουβό πρόσωπο)
(Γηροκομείο. Ο άντρας σε αναπηρικό καροτσάκι. Κοιτάζει το κοινό. Ξαφνικά φωνάζει δυνατά)
– Άντρας: Καργιόλη! Εσύ φταις για όλα. Εσύ μ’ έφερες εδώ. (Ακούμε τη φωνή του ηχογραφημένα ενώ εκείνος πλησιάζει με το καροτσάκι του τους θεατές)
– Ηχογραφημένη φωνή: Η ζωή είναι δύσκολο πράγμα γιε μου. Άμα σου τύχει να ζήσεις, τη γάμησες… Σαν αμάξι με τετράγωνες ρόδες, που το σπρώχνεις γιατί έχει ξεμείνει από καύσιμα ευτυχίας. Οι περισσότεροι σφίγγουν τα δόντια και απολαμβάνουν την προσπάθεια. Άλλοι κολλάνε σαν τσιμπούρια στο σώμα της, ρουφάνε την ενέργειά της και η ζωή ας ξύνεται, ας τρώγεται, ας θέλει να τους αποτινάξει.
Εκεί γαντζωμένοι από τα πλευρά της, της αλλάζουν την πίστη από τη μανία τους να ζήσουν. Υπάρχουν και εκείνοι που βλέπουν τη ζωή σαν θαυμαστό ή τραγικό θέαμα. Παρατηρούν το ευτελές, το αιώνιο, το τίποτα, το χάος. Φαντάζονται τον κόσμο, σαν να μην υπάρχουν. Δεν είναι μανιακοί των απολαύσεων, αλλά μανιακοί της σκέψης. Ρουφάνε καφέδες αδιαφορίας, πίνουν σαν θυμόσοφοι το αμίλητο νερό και πιασμένοι στο αγκίστρι του χρόνου, παρατηρούν το αμάξι με τις τετράγωνες ρόδες να κυλάει τα όνειρα των υπολοίπων. Δεν συμμετέχουν πολύ στην ζωή, ίσως και από φόβο ή από ανία, ή από μια εξωγήινη μεταφυσική προειδοποίηση, ότι, άμα σου τύχει να ζήσεις, τη γάμησες...
(Τέλος ηχογραφημένης φωνής)
– Άντρας: Τη γάμησες!
(Βγαίνει η νοσοκόμα, πηγαίνει με θυμό και του ρίχνει μια σφαλιάρα στο σβέρκο... Τον κοιτάζει αυστηρά και φεύγει)
– Άντρας: Γιε μου! Σου έγραψα την περιουσία μου για να έχεις μια καλύτερη ζωή, σου έδωσα τα λεφτά μου για να έχεις καλύτερες ευκαιρίες, να πετύχεις, να ζήσεις πιο εύκολα απ’ ό,τι έζησα εγώ και η μάνα σου και με πέταξες εδώ μέσα, σ’ ένα άθλιο γηροκομείο καργιόλη να σαπίζω. Έρχεσαι και με βλέπεις δύο φορές τον χρόνο, παράπονο δεν έχω... Χριστούγεννα και το Πάσχα... Κάθεσαι για λίγο μαζί μου, ποτέ πάνω από μισή ώρα, μου φέρνεις ένα δώρο, λες και είμαι το βαφτιστήρι σου και όχι ο πατέρας σου. (Φωνάζει) Καργιόλη!
(Έπειτα κοιτάζει αποχαυνωμένα το κοινό. Κάνει κάποιους μορφασμούς καθώς σκέφτεται και ακούμε τις σκέψεις του ηχογραφημένες)
– Ηχογραφημένη φωνή: Γνωρίζω ότι ήμουν προκλητικά τυχερός. Είχα καλή υγεία και εργασία με τρία μάτια, γκρινιάρικο σπιτικό και σύντροφο ανάγκης, μια ζεστή αγκαλιά δηλαδή, φόβου και καύλας μαζί. Εκατομμύρια πεινάνε και πεθαίνουν κάθε μέρα, από τις αρρώστιες των ισχυρών και από τις παντός είδους ανακυκλώσιμες δυστυχίες. Οι πρόσφυγες και οι φτωχοί του κόσμου είναι καταδικασμένοι δεν έχουν συμπόνια μεταφυσική. Ξεχασμένοι και από θεούς και ανθρώπους περιφέρονται σαν στοιχειά στο έλεος των καταστροφών. Ω, τί τυχερός πρέπει να νιώθω γιε μου, που δεν ήμουνα Αφρικάνος αράπης ή που δεν ζω στις φαβέλες της αγωνίας, που είχα χρήματα, βλάκες φίλους, το αυτοκίνητο του Μίδα και μια θέση χέστη υπαλλήλου στο φεγγάρι. Τι τυχερός είμαι που ζω σ’ένα άθλιο γηροκομείο. (Ο άντρας ξεσπά σε επιθετικό γέλιο)
– Άντρας: Ήμουνα κάποιος και εγώ κάποτε, σχεδόν επιτυχημένος, πούστης βραχνοκόκορας ματαιοδοξίας στο κυνικό κοτέτσι του κόσμου. Ένας γνωστός φυσικός, αναγνωρισμένος από άλλους συναδέλφους της Φυσικής Επιστήμης. Έχω γράψει και τρία βιβλία, σχεδόν σπουδαίος. Ήθελα να γίνεις και εσύ σπουδαίος γιε μου... Να πετύχεις. Να ευτυχήσεις.
– Ηχογραφημένη φωνή: Όμως, δεν ένιωθα ευτυχισμένος στον γάμο μου. Είχα μία βουβή θλίψη μέσα μου τις νύχτες να αγριεύει. Επαναστατούσαν τα κύτταρά μου και η μνήμη της Ευτυχίας. Τα ήθελα όλα για να ζήσω αληθινά. Διψούσα για νέο αίμα. Νέοι έρωτες και χρήματα του Ιούδα. Μια καινούρια ζωή με φρέσκιες ηδονές και τιμαλφή πόθων. Αυτό ήθελα γιε μου ... αλλά δεν κατάφερα ποτέ να το κάνω. Παντρεύτηκα και γέρασα με τη μάνα σου γιε μου... Δεν έπρεπε να σας εγκαταλείψω. Για σένα γιε μου έμεινα...
– Άντρας: (Φωνάζει) Γιε μου καργιόλη! Μιλάμε για τον νόμο της φθοράς. Ανημπόρια, αρρώστια, πόνος και ο τρόμος του θανάτου καργιόλη. Πατέρας σου είμαι ακόμα. Όχι μόνο όταν ήμουν νέος... Παραμένω πατέρας σου και τώρα που με σακατέψανε τα γηρατειά. Είμαστε άνθρωποι ευάλωτοι, πληγωμένοι πια από τη ζωή και είναι εύκολο να γίνουμε θύματα... Οι γέροι είναι μόνο θύματα. Ακούει κανείς ρε;
(Βγαίνει η νοσοκόμα, τον χαστουκίζει και φεύγει)
– Ηχογραφημένη φωνή: Το μεγαλύτερο μειονέκτημά μου γιε μου, είναι ότι δεν αφοσιώθηκα σε τίποτα. Δεν έδωσα την ψυχή μου πουθενά, μα ούτε απαίτησα υποτέλειες. Αυτό μου χάρισε μια σπορά μικρών πλεονεκτημάτων που μου εξασφάλιζαν ωραίες ελευθερίες. Η μη αφοσίωση σε κάτι δεν έφερε το μεγαλείο, την υπέρτατη δόξα, το εγωιστικό κέρδος, την λαμπρή επιτυχία. Ξέφυγα δηλαδή από την φυλακή της μεγάλης κατάκτησης και από την γαμημένη αγωνία και ανάγκη να αποδείξω την μεγαλοσύνη μου. Φυλακίστηκα όμως ηθελημένα στο μικρό και στο μετρημένο της ζωής, και στην απόφασή μου να μοιάζω σαν βλάκας. Να είμαι μέσα σ’ ένα γάμο σχεδόν δυστυχισμένος για να μεγαλώσω σωστά εσένα γιε μου. (Σκέφτεται)
Ζεϊμπέκικο με τα νετρίνα. Ναι, αυτό ήταν η ζωή μου γιε μου... Ένα ζεϊμπέκικο με τα νετρίνα. (Γελάει)
(Μουσική ζεϊμπέκικο. Προσπαθεί να σηκωθεί να χορέψει... Ξαναπέφτει στο καρότσι... Γελάει ειρωνικά)
– Άντρας: (Φωνάζει) Καργιόλη! (Σκέφτεται) Κατάλαβες. Γιε μου, πού είσαι γιε μου;
Έχω δει μέσα εδώ καργιόλη γιε μου τραγικά συμβάντα. Μέσα σε τούτο εδώ το μπουρδέλο, τους ανήσυχους τους δένουν, τους ανυπάκουους τους δέρνουν, τους τρομοκρατούν, τους κακοποιούν. Είναι δύσκολο να επιζήσεις πολύ καιρό κάτω από αυτές τις άθλιες συνθήκες. Εγώ όμως, κωλόπαιδο, που σε γέννησα και σε μεγάλωσα, επιζώ πέντε χρόνια τώρα! (Γελάει) Και να θέλεις να πεθάνω δεν θα πεθαίνω ρε πούστη. Θα είμαι νεκρός ζωντανός, να είσαι υποχρεωμένος να έρχεσαι έστω κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. (Γελάει ειρωνικά)
– Ηχογραφημένη φωνή: Δεν ήμουν ποτέ φοβισμένος κομήτης γιε μου, για να φύγω γρήγορα από τις υποχρεώσεις μου απέναντί σου, μα ούτε παράλληλα γενναίος ήλιος για να φωτίσω τη ζωή μου όπως ήθελα. Ο φόβος και η γενναιότητα είναι δίδυμα αδέρφια στο σύμπαν των Κυκλώπων, ώστε να μην μπορείς να ξεχωρίσεις για ποιο λόγο κάνουν οι άνθρωποι κάτι. Έτσι συχνά πίσω από μια θαρραλέα πράξη κρύβεται ένας σφαγμένος νους και πίσω από μια φοβισμένη ύπαρξη μια υπέροχη ψυχή. Όμως η οικογένεια εμπεριέχει πάντα αναγκαστικές πουτάνες γενναιότητες και γαμημένους παλαιολιθικούς φόβους. Είναι η πιο συνηθισμένη επιτυχία στο απυρόβλητο των συμβάσεων. Οικογένειες φόβου και γενναιότητας. Νετρίνο ήμουν γιε μου, ένα νετρίνο της ανάγκης.
– Άντρας: Πού είσαι καργιόλη;
(Φωνάζει. Προσπαθεί να σηκωθεί από το καροτσάκι... Έρχεται η νοσοκόμα και τον δένει με ένα σκοινί πάνω στο καρότσι, τον χτυπάει, αυτός τη βρίζει)
– Άντρας: Εσύ δεν είσαι νοσοκόμα... Είσαι μια πουτάνα λύκαινα. Πολλοί και πολλές έχουν φύγει νωρίτερα από το χέρι σου... Το ξέρω... Εγώ όμως ζω... Τ’ ακούς μωρή πουτάνα; Σ’ έχω δει να γαμιέσαι με τον φύλακα όρθια σαν σκύλα... Πουτάνα.
(Η νοσοκόμα (με μίσος) τον σφαλιαρίζει, του κλείνει το στόμα για να τον σκάσει. Αυτός προσπαθεί να αναπνεύσει. Η νοσοκόμα τον ρίχνει από το καροτσάκι του και φεύγει. Αυτός έρπει στο πάτωμα. Γελάει σαρκαστικά)
– Ηχογραφημένη φωνή: Καργιόλη γιε μου, είμαι ακόμα σε πόλεμο έστω και αν ο εχθρός αλλάζει πρόσωπα και φαίνεται πια φίλος. Εγώ νικημένος συνεχίζω τις μάχες. Βέβαια μαζί με πολλούς άλλους καργιόληδες πολέμησα και τους παλιούς εαυτούς μου.. Έπειτα η ζωή μ’ ανάγκασε να κάνω γαμημένες ανακωχές και να υπογράψω συνθήκες επιβίωσης. Ο πόλεμος όμως μέσα μου δεν τελείωσε ποτέ. Ο πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ γιε μου. Αλλά τι σε νοιάζει εσένα; Τι σε νοιάζει η ζωή του μαλάκα πατέρα σου;
– Άντρας: Όταν ένας ηλικιωμένος ρε μαλάκα, που τον έχουν σε γηροκομείο και πεθαίνει ξαφνικά, τότε είναι σημαντικό να καθοριστεί το πώς πέθανε. Μπορεί από κακοποίηση ή επειδή τα παιδιά του τον είχαν γράψει στ’ αρχίδια τους και πέθανε από λύπη. Υπάρχει δικαιοσύνη για τους γέρους και τις γριές που είναι πεταμένοι σε οίκους και γηροκομεία; (Δυνατά) Καργιόλη! Υπάρχει δικαιοσύνη για τους γέρους και τις γριές;
(Έρχεται η νοσοκόμα, τον βάζει βίαια στο καρότσι, τον χαστουκίζει και έπειτα φεύγει)
– Άντρας: Πρέπει να το μάθουν όλοι εκεί έξω. Οι γέροντες πεθαίνουν στα γηροκομεία σαν κολασμένοι. Μας δίνουν ληγμένα φάρμακα οι πούστηδες. Το φαΐ βρωμάει. Δεν μας πλένουν. Δεν μας φέρονται με σεβασμό. Μας αντιμετωπίζουν σαν πεθαμένους. Όμως ακόμα ζούμε, έστω και γέροι... Είμαστε ακόμα άνθρωποι ... δεν μας αξίζει κάτι τέτοιο. Πού είναι τα παιδιά μας; (Ουρλιάζει) Πού είναι τα εγγόνια μας; Ποιος θα μας σώσει ρε; (Κλαίει) Ποιος νοιάζεται στην κοινωνία να μας σώσει; (Ουρλιάζει) Καργιόληδες!
(Βγαίνει η νοσοκόμα, του πιάνει με τη βία τη μύτη και του χώνει μέσα στο στόμα δύο κάψουλες. Του δίνει με βία νερό... Τον καταβρέχει. Έπειτα φεύγει)
– Ηχογραφημένη φωνή: Δειλός άνθρωπος γιε μου ήμουνα στη ζωή δηλαδή. Το γνωρίζουν και τα ψάρια γι’ αυτό με τσιμπούσαν στα πόδια όταν κολυμπούσα στη θάλασσα. Τώρα που γέρασα όμως αντί να γίνω μια ταπεινή απουσία, να κάνω το σταυρό μου μπας και κερδίσω καμιά θέση στη λοταρία του παραδείσου, όπως κάνουν άλλοι θεομπαίχτες πούστηδες, γίνομαι όλο και πιο αντιδραστικός και άπιστα προβληματισμένος.
Τί στο διάολο μου συμβαίνει, που από αρνί μεταμορφώνομαι σε ψωριάρη λύκο δεν γνωρίζω. Ακόμα και το σώμα μου έχει αποκτήσει μια παράξενη αναρχία. Βγάζω νέες τρίχες στην πλάτη ενώ στο κεφάλι μου χάνω τις τελευταίες. Πρήζονται τα δάκτυλά μου έπειτα από τυπικές χαιρετούρες και όταν βλέπω μαλάκες, κάφρους και γομάρια, μου φεύγουνε πορδές. Αναρχία, φίλε μου, στα τελευταία χρόνια μου, στις τελευταίες σκέψεις μου, στην τελευταία ψυχή μου. Αναρχία παντού. Αναρχικό νετρίνο γίνομαι. Βράζει το αίμα μου περίεργα τώρα που γερνάω. Φωτιά μεγάλη θέλω να βάλω στον συμβιβασμένο κόσμο.
– Άντρας: (Γελάει) Προχθές ήρθε πάλι ο παπάς. Έρχεται και ο παπάς κάθε μήνα, κάθε χρόνο, δεν θυμάμαι, για να μας κοινωνήσει. Εγώ αρνούμαι να με κοινωνήσει και αυτός ο κερατάς με κοινωνάει με το ζόρι... Έρχεται τότε η πουτάνα. (Φωνάζει) Η πουτάνα η νοσοκόμα, μου πιάνουν τη μύτη και μου δίνουν την κοινωνία. Χριστιανός με το ζόρι ρε, πού ακούστηκε; «Είναι διαβολεμένος», λέει ο τραγόπαπας... Όχι παπά, του φωνάζω, εγώ συνειδητοποιημένος είμαι... Εσύ είσαι ο διάολος. Εσύ που ξέρεις τι γίνεται εδώ μέσα, σε τούτο το κολαστήριο και το βουλώνεις... Είσαι η μαντάμ του μπουρδέλου του είπα... Μια μαντάμ με γένια. (Γελάει σαν τρελός)
– Ηχογραφημένη φωνή: Όργωσα και έσπειρα τον γήινο χρόνο μου γιέ μου, με ηδονικά ονείρατα, θαλασσινούς κισσούς και αέρινους φωτόσπορους του Νεύτωνα. Λίγο πριν τον καιρό της συγκομιδής ήρθε ξαφνικά ο χειμώνας της εντροπίας και τα γάμησε τα πράγματα γιε μου. Χωρισμός ηλεκτρονίων και πυρηνικές εκρήξεις της εγώσφαιρας. Με άφησε με μια κατεστραμμένη ειρωνεία για το νόημα του κόσμου, με γέρικους βλαστούς συναισθηματικής επέκτασης, έρωτες αναρριχώμενων φεγγαριών και μπουρδέλα κατακτήσεων. Δεν πρόλαβα να ξανασπείρω γιατί ξέμεινα από σύμβολα ματαιοδοξίας. Παρέμεινα λοιπόν για χιλιετίες εξιλέωσης, λυπημένα γενναίος και δειλός της χαράς. Έτσι δεν έκανα πολλά ουσιαστικά στη ζωή μου αφού πάνω σε μυθοπλασίες κομητών μετέφερα νοήματα σε άγονες ψυχές. Τουλάχιστον όμως είχα καταφέρει να μη γίνω καργιόλης γιε μου, όπως έγινες εσύ.
– Άντρας: Ζω σ’ ένα κολαστήριο καργιόλη γιε μου, εσύ μ’ έφερες εδώ ... σ’ αυτήν εδώ την επιχείρηση ... γιατί επιχείρηση είναι τούτο το μπουρδέλο ... λεφτά βγάζει βασανίζοντας ανθρώπους... Μια ολόκληρη βιομηχανία σε όλη τη χώρα, με γηροκομεία της κακιάς ώρας, σ’ ολόκληρη τη Γη... Όχι, το αντίθετο της ζωής δεν είναι ο θάνατος. Το αντίθετο της ζωής λέγεται γηρατειά και ειδικότερα αυτά τα γηρατειά σ’ αυτά εδώ τα μπουρδέλα που το κράτος τα λέει γηροκομεία. Γιε μου καργιόλη που με πέταξες εδώ μέσα.
– Ηχογραφημένη φωνή: Είσαι αχόρταγος γιε μου σαν εμένα. Κάνεις και εσύ το ίδιο λάθος. Διαρκώς έχεις νέους στόχους νέα όνειρα σου ψιθυρίζουν γλυκόλογα τις νύχτες και εσύ συχνά νιώθεις νικητής, κατακτητής του κόσμου. Είναι ωραίο να γίνεσαι συνέχεια δημιουργός της προσδοκίας αλλά δύσκολο να μην γίνεις καργιόλης γιε μου. Κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσεις. Να τιθασεύεις τις επιθυμίες να πεις πως φτάνει, αρκετά έκανα. Το μόνο πια που να επιθυμείς να μιλήσει η συνείδηση. Να μιλήσει μέσα σου η αιωνιότητα της αλληλεγγύης. Αυτή είναι η πιο δύσκολη κατάκτηση. Οι άλλες φιλοδοξίες σου μετά από ένα σημείο θα σε κάνουν καργιόλη. Και ας μην το ξέρεις.
Είσαι καργιόλης γιε μου... Δεν ξέρω πού έμοιασες. Εγώ όμως ποτέ δεν έγινα καργιόλης. Εγώ τον πατέρα μου και τη μάνα μου τους στάθηκα ως το τέλος. Τους φρόντισα, τους αγαπούσα.
– Άντρας: Θα γεράσεις και εσύ καργιόλη γιε μου και το ίδιο θα σου φερθούν και τα δικά σου παιδιά, γιατί παραδειγματίζονται πώς φέρεσαι εσύ τώρα στον δικό σου πατέρα.
Γιατί η ζωή κάποτε θα σ’ ανταμείψει γιε μου. Η ζωή είναι πολύ δύσκολο πράγμα. Ζεϊμπέκικο με τα νετρίνα. Άμα σου τύχει να ζήσεις τη γάμησες! (Ουρλιάζει) Τη γάμησεεεες! Ζεϊμπέκικο με τα νετρίνα.
(Γελάει σαρκαστικά. Βγαίνει η νοσοκόμα, τον λύνει και τον χτυπάει με το σκοινί. Αυτός συνεχίζει να γελάει... Μουσική – σκοτάδι)
ΤΕΛΟΣ