ΠΑΥΛΟΣ ΦΥΣΣΑΣ
ΠΑΥΛΟΣ ΦΥΣΣΑΣ
Γράφει ο «Κυκλοθυμικός»
Από φεις μπουκ
Ξημερώνει η επέτειος του βαθύτερου σκοταδιού που ξημέρωσε ποτέ στον
μεταπολεμικό μας ουρανό:
Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο, που ήξερε και έπαιζε τ’ ακορντεόν.
Όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος, φωτιές στα χέρια του άναβε τ’
ακορντεόν.
Ο Παύλος γεννήθηκε στο Πέραμα, ημέρα Τρίτη. 10 Απρίλη του 1979. Παιδί
οικογένειας εργατών. Το Πέραμα για τον Παύλο ήταν κάτι σαν ευχή και
κατάρα. Εκεί από παιδί βίωσε την φτώχια, την ανεργία, την κοινωνική αδικία
και την εξαθλίωση. Εκεί όμως γνώρισε και την Χιπ Χοπ μουσική. Μεγάλωσε
σε εκείνη την γειτονιά που από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 κάποια άλλα
παιδιά, λίγο μεγαλύτερά του, με αφορμή τα ίδια βιώματα με τον Παύλο
δημιούργησαν την Low Bap μουσική. Μουσική που μέσω αυτής
προσπαθούσαν να εκφράσουν όλα όσα τους απασχολούσαν, όλα όσα τους
προβλημάτιζαν για την ζωή γύρω από την Ζώνη. Ο πατέρας του, μαστρο-
Τάκης, δούλευε στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη και ο Παύλος με το που
τελείωσε το σχολείο πήγε και ο ίδιος να δουλέψει εκεί, οργανώθηκε για κάποιο
καιρό στο Συνδικάτο του Μετάλλου, αλλά όπως λένε και οι γονείς του ποτέ
δεν άνηκε σε κάποια παράταξη, “Πήγαινε, άκουγε, έβλεπε, αλλά κάτι στη
συνέχεια δεν του άρεσε κι έφευγε. Δεν χώρεσε πουθενά”.
Χώρεσε όμως σε κάτι και αυτό ήταν η μουσική. Άρχισε να ασχολείται πιο
ενεργά με αυτή, ενώ παράλληλα να αναπτύσσει και δράσεις αλληλεγγύης.
Έγραψε για την προσφυγιά, την μετανάστευση, έγραψε για τον
Γρηγορόπουλο και τον Τζουλιάνι, έγραψε για τις κοινωνικές ανισότητες, την
φτώχεια, την κρατική βία. Έβλεπε την αδικία και μέσα από τους στίχους του
μιλούσε για το άδικο. Έβλεπε την αδικία και προσπαθούσε να την πολεμήσει.
Όπως αναφέρει σε συνέντευξη και ο στενός του φίλος Tiny Jackal, “Ήταν
άνθρωπος που τον ένοιαζε πάρα πολύ. Η αλληλεγγύη τον ακουμπούσε.
Έκανε συνέχεια πράγματα. Προσπαθούσε να βοηθήσει πιο ευπαθείς ομάδες,
άστεγους, ορφανά. Ήταν σε αυτό το κομμάτι πάρα πολύ ενεργός. Σε φάση
που έφτανε σε κάποια σημεία που του έλεγα “ρε ψηλέ, δεν έχουμε να
πάρουμε ένα πακέτο τσιγάρα, δηλαδή πόσο να πάμε να βοηθήσουμε;”. Moυ
έλεγε “ναι αλλά εσύ έχεις πού να πας να κοιμηθείς το βράδυ”. Κατάλαβες; Η
αλληλεγγύη ήταν και στην καθημερινότητά του. Δεν ήταν μόνο στους στίχους.
Ήταν άνθρωπος των πράξεων. Έβγαινε, βοηθούσε.”
Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ’ άλλα, κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα και μια ριπή σταμάτησε τ’
ακορντεόν
17 Σεπτέμβρη 2013. Η χώρα ζούσε μέσα στον ζόφο των μνημονίων και της
άγριας κρατικής καταστολής. Οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής είχαν καταφέρει να
μπουν στην Βουλή ένα χρόνο νωρίτερα και πλέον σαν λυσσασμένα σκυλιά
προσπαθούσαν να ελέγξουν για λογιαριασμό των αφεντικών τους, την
Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη στο Πέραμα. Λίγους μήνες νωρίτερα είχαν
επιτεθεί με σκοπό την δολοφονία σε Αιγύπτιους εργάτες στην περιοχή, καθώς
και σε ομάδα του ΠΑΜΕ που έκανε αφισοκόλληση. Ήταν Τρίτη όπως και
σήμερα, ξημέρωνε Τετάρτη. Στην καφετέρια Κοράλλι ο Παύλος μαζί με την
παρέα του, παρακολουθούν τον αγώνα του Ολυμπιακού με την Παρί Σεν
Ζερμέν. Λίγα τραπέζια πιο πέρα καθόταν μια ομάδα με νεοναζί καθάρματα.
Τον αναγνώρισαν και οι απειλές άρχισαν γρήγορα. Μετά τις αντεγκλήσεις το
ένα κάθαρμα κάλεσε ενισχύσεις. Ο Παύλος και η παρέα του είναι εδώ…
Το μήνυμα φτάνει στον Πατέλη, τον πυρηνάρχη των φασιστών της Νίκαιας. Ο
Πατέλης, στέλνει μήνυμα στα μέλη της τοπικής “Όλοι τώρα τοπική. Όσοι
είσαστε κοντά. Δεν θα περιμένουμε μακρινούς. Τώρα”. Λίγη ώρα αργότερα,
δεκάδες νεοναζί καθάρματα της Χρυσής Αυγής έχουν μαζευτεί έξω από την
καφετέρια. Τα παιδιά την αντικρίζουν καθώς βγαίνουν και έρχεται η
ερώτηση… “τι κάνουμε τώρα;” ο Παύλος αποκρίνεται… “τώρα τρέχουμε”.
Αλλά ο ίδιος δεν έτρεξε. Ήταν η γειτονιά του, εκεί μεγάλωσε. Δεν θα τρέξει
στην γειτονιά του, δεν θα φοβηθεί τους φασίστες. Βγαίνει μπροστά για να
προλάβουν οι υπόλοιποι να ξεφύγουν. 60-70 καθάρματα με ρόπαλα του
επιτίθενται. Δίπλα είχε προλάβει να φτάσει η αστυνομία. Παρακολουθούσαν
απλά, δεν έκαναν τίποτα. Μπάτσοι, ναζί, όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί
όπως λέει και ένα σύνθημα. Ξαφνικά στην άκρη του δρόμου έρχεται ένα
αυτοκίνητο ανάποδα σε αυτόν. Το αμάξι σταματάει. Ένας εύσωμος τύπος
βγαίνει έξω και πλησιάζει τον Παύλο, κάτι γυαλίζει στο χέρι του. Τον
αγκαλιάζει και μετά από λίγο ο Παύλος πέφτει κάτω αιμόφυρτος. Το κάθαρμα
ήταν ο Ρουπακιάς. Είχε προλάβει να μαχαιρώσει 3 φορές τον Παύλο. 1 στον
μηρό και 2 στον θώρακα. Η κοπέλα του τον έχει πάρει αγκαλιά. Οι μπάτσοι
πλησιάζουν. Η ατάκα “όχι, όχι και μαχαίρι… ” ξεστομίζεται από έναν ένστολο.
Ο Παύλος προτού ξεψυχήσει δείχνει τον Ρουπακιά…
Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει, όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει, δε θα περάσει ο φασισμός…
Είναι 12 χρόνια μετά. Τον Παύλο δεν τον γνώρισα ποτέ, αλλά από τις
συνεντεύξεις που διάβασα, των γονιών του, των φίλων του, αισθάνομαι ότι
τον γνωρίζω. Ένα παιδί της Ζώνης. Γεμάτο ευαισθησίες, αλληλέγγυο,
αγαπούσε την γειτονιά του, δεν πίστευε ότι κάποιος θα του έκανε κακό σε
αυτή. Ένα παιδί θαρραλέο. Δεν έτρεξε να κρυφτεί, δεν φοβήθηκε. Στάθηκε
όρθιος. Τον Παύλο τον δολοφόνησε ο Ρουπακιάς, τον δολοφόνησαν όλα τα
καθάρματα που άνηκαν σε εκείνη την νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση.
Τον δολοφόνησαν όσοι την ψήφισαν, όλοι εκείνοι που τάχα μου δεν ήξεραν.
Όλοι εκείνοι που ποτέ τους δεν έμαθαν να αγαπούν τους αδύναμους, ποτέ
τους δεν μίσησαν την αδικία. Εκείνα τα λούμπεν που ποτέ τους δεν είχαν το
θάρρος να κοιτάξουν την αλήθεια, την ταξική τους θέση, τον ταξικό τους
εχθρό.
Τον Παύλο τον σκότωσαν όλοι εκείνοι που εξέθρεψαν αυτά τα λούμπεν.
Εκείνοι που ήθελαν να βάλουν χέρι στην Ζώνη του Περάματος. Εκείνοι που
ήθελαν η λαϊκή οργή των μνημονίων, της κρίσης και της ανέχειας να μην
ξεσπάσει πάνω τους, αλλά στους πρόσφυγες, τους αντιφασίστες, τους
κομμουνιστές, τα σωματεία. Άλλωστε ο φασισμός είναι το μακρύ χέρι του
Κεφαλαίου και του αστικού κράτους σε συνθήκες κρίσης όπως αναφέρει και ο
Πουλαντζάς.
Και για να κλείσω, τι είναι ο Παύλος για μένα; Ο Παύλος είναι εκείνος ο στίχος
του από τα ζόρια που διαβάζεις πάνω στο μνημείο στο τόπο της δολοφονίας
του “ Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθαίνεις όμορφα κι όρθιος σε
δημόσια θέα με λένε Παύλο Φύσσα από τον Περαία”.





