ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΗΣ
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΗΣ
Γράφει ο «Κυκλοθυμικός»
Από φεις μπουκ
Ο Μίκης ήταν ο πατέρας κι ο Μάνος η μητέρα του ελληνικού τραγουδιού λέει
το τσιτάτο.
Ο ένας εξωστρεφής, δωρικός, εμβατηριακός, έγραφε πολύ, ήθελε να
μελοποιήσει όλους τους μεγάλους. Ο άλλος εσωστρεφής, τα μάτια του
γύριζαν μέσα του για να κοιτάξουν την ψυχή του, λυρικός, απόμακρος,
δούλευε μόνο με μια χούφτα συνεργατών επιλεγμένους πολύ προσεκτικά, ένα
μάτσο από «τετράφυλλα τριφύλλια» σε ένα μαγιάτικο στεφάνι.
Ο ένας έγραφε
μουσική για να τραβήξει τον κόσμο λίγο ψηλότερα, να σώσει όσους
περισσότερους γίνεται από την καταιγίδα, ο άλλος έδινε το χέρι του σε όσους
είχαν φτάσει ήδη ψηλά για να κρατήσουν μια ισορροπία, απευθυνόταν μόνο
σε εκείνους τους παράξενους σκοινοβάτες, να μην γλιστρήσουν και πέσουν
στην άβυσσο της μάζας, να μην τους πνίξει ο οχετός της, η παρακμή της, το
φτηνό, το γελοίο και το λίγο της.
Ήταν ένα σύμπαν. Κάτι πιο μεγάλο από τα τραγούδια του, και τα τραγούδια
του κάτι πιο αυτόνομο από την προσωπικότητά του.
Ήταν ο σπαραγμός του Δημήτρη Ψαριανού στον Μεγάλο Ερωτικό, ήταν η
μόνη μουσική που άντεξε το μεγαλείο της Νταντωνάκη, ήταν το διακριτικό
κυνήγι στην άγνωστη γυναίκα στην Πέμπτη λεωφόρο της Νέας Υόρκης εκείνο
το φθινόπωρο του 1963 στο Χαμόγελο της Τζοκόντα, ήταν ο ακροατής στις
μοναχικές εξομολογήσεις του Χριστιανόπουλου, ήταν ο τσαμπουκαλεμένος
επονίτης που τάιζε τους πεινασμένους σκύλους με πετσοκομμένα κεφάλια
των αστών, ήταν ο μελαγχολικός διανοητής που ντυμένος στα blue χαιρέτιζε
τον ευαίσθητο ληστή σε έναν κόσμο που δεν θα αλλάξει ποτέ, ήταν μάρτυρας
σε ένα χελιδόνι στο κλουβί που το οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Έδωσαν γη κι ύδωρ οι φονιάδες να βγει μια φωτογραφία μαζί τους, αυτός
όμως υμνούσε τον ηθικό ΕΑΜίτη, τον επαναστατημένο Καλτεζά, τον φοιτητή
της Πλατείας Τιενανμέν, τον Μπολιβάρ. Αυτοί τον προόριζαν για αντίβαρο
στον Θεοδωράκη κι αυτός τους τραβούσε τις μουτσούνες για να μας δείχνει το
πρόσωπο του τέρατος και το μυαλό της κότας.
Ήταν το πειραχτήρι πίσω από τα νάζια της Βουγιουκλάκη. Ήταν η μύγα που
έμπαινε στις εκκλησίες στους Όρνιθες και μύγιαζε τους παπάδες κι ο πέμπτος
στρατηγός που κορόιδευε τους άλλους 4, μα κι όλους τους στρατηγούς του
κόσμου και τους πολέμους τους, τα υποκείμενα τα γελοία, αντ’ αυτού
προτιμούσε να βάζει μουσική στα λόγια της Ανδρομάχης που προετοίμαζε
τους Έκτορες για πολέμους που κανένα ΓΕΕΘΑ δε θα καταλάβει ποτέ, τους
πολέμους για όσους λαχταρούν να ζήσουν, ήταν η τελευταία αστραπή στον
ουρανό της πατρίδας στα μεγάλα μεταναστευτικά μας ταξίδια τότε που
ξεφυσούσαμε ένα Αμέρικα Αμέρικα και κλείναμε υγρά τα μάτια να θρηνήσουμε
μια Παναγιά που αφήσαμε πίσω, ένα ρολόι στο καπηλειό στην εποχή της
Μελισσάνθης, ήταν ο ιδεολογικός διαρρήκτης στα γράμματα του Μπρεχτ για
να στρώσει ένα ζεστό κρεβάτι για όλους τους σκλάβους, όπως κι ο ίδιος είχε
φροντίσει έναν διαρρήκτη του σπιτιού του όταν τραυματίστηκε στην
προσπάθειά του να διαφύγει. Τον δήλωσε συγγενή του για να τον σώσει.
Μπρος αδερφή δώσε το χέρι κι εσύ αδερφέ μου πάρε το μαχαίρι.
Ήταν ο σιωπηλός παρατηρητής στους θρήνους του ανθρώπου, σαν παλιός
γνωστός στην κηδεία της μικρής Ραλλού, του Κυρ Αντώνη, τα ελληνικά
μακρινά ξαδέρφια της Eleanor Rigby και του Father McKenzie, στο
Λίβερπουλ, στο Λαύριο. Ήταν ένας ψυχεδελικός αντικατοπτρισμός σε έναν
νέο μουσικό κόσμο που μας έφερνε εδώ αυτός που κάποτε τον φυγάδευε ο
Βαμβακάρης στις ταβέρνες που τραγούδαγε, η πιο δυτική ανάσα που πήρε
ποτέ το ελληνικό τραγούδι από κάποιον που έκανε διάλεξη για να
αποστιγματίσει τα πιο ανατολικά του σύνορα. Ήταν στα θεατρικά παρασκήνια,
κάπνιζε με τον Χορν, τον Ηθοποιό, πριν χτυπήσει τον τρίτο κουδούνι, έγινε
όλος ένα τραγούδι, όταν πια θα τον έλουζε το φως του, έγραψε τον ύμνο της
υποκριτικής παραφροσύνης ύστερα από ένα αξέχαστο μεθύσι σε μια ταβέρνα
στην Πλάκα. Πότιζε κάθε κήπο για κάθε ανεκπλήρωτο και ντροπιασμένο
έρωτα που πέρασε από αυτήν την γη. Δωσ’ μου τα μαλλιά σου να τα κάνω
προσευχή, αν με πίστευες λιγάκι θα ‘ταν όλα αληθινά. Γύριζε σαν άδικη
κατάρα τα λιμάνια στις παραθαλάσσιες κωμοπόλεις της Ελλάδας κι
απολογούνταν στον Ουρανό που μάνα του είναι η γη, η Ανάγκη.
Ήταν η γυναίκα που φώναζε μέσα από τα κάγκελά της σαν μια Παναγία των
Πατησίων, σαν μια Μαριάνθη των ανέμων, σαν την τρελή του φεγγαριού, σαν
αυτήν που το σκάσε από την Υπάτη, σαν την τρανς αδερφή Τατά, μια χαμένη
παρθενιά σε μια μαύρη Φορντ, μια σερενάτα για την σεξουαλική απουσία, μια
σκέτη πορνογραφία.
Έκανε όλη μας τη ζωή ένα βαλς, ένα βαλς χαμένων ονείρων μας. Ο μόνος
που χώρεσε τα πάντα χωρίς να πει μια λέξη, παρέμεινε ορχηστρικός σα να
ήθελε να χωρέσει όλα τα χαμένα μας όνειρα, όλες τις χαμένες μας ζωές.
Αερικό λένε την κόρη που αγαπώ. Μας κέρασε ένα ποτήρι κρασί όταν έγινε
παρεξήγηση και τον φίλο μας προδώσαμε, μας χάρισε μια ζεϊμπεκιά για
πάρτη της που μας άφησε αετούς χωρίς φτερά, μια καντάδα για το φεγγάρι
που είναι κόκκινο στις αποδράσεις μας στην εξοχή, έφτασε στο πιο βαθύ της
πέλαγος την φωνή του Καζαντζίδη. Πήρε την Ελλάδα από το χέρι και την
χόρεψε ένα τσάμικο, μα ούτε αγκαλιά βρέθηκε ούτε φιλί δε βρέθηκε να
ανθίσουνε τούτοι οι τόποι, να θα ‘ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι, να
συνοδεύσουνε την βλακεία στην τελευταία της κατοικία. Ένας μαγικός αυλός
που έστησε έναν ολόκληρο Σείριο για να βρει όλα τα παιδιά που υπάρχουν
και να γίνουν οι επόμενοι σε αυτό το μαγικό μεγάλο γαϊτανάκι από τις
άγνωστες μελωδίες του αρχαίου θεάτρου μέχρι τους Κατσιμιχαίους, τον
Λέκκα, τον Δεληβοριά και τον Πορτοκάλογλου.
Και μέσα σε όλα αυτά σου πετούσε μια κλεμμένη μελωδία από την κλασική
μουσική, την ελληνική παράδοση. Γιατί να αντιγράψεις στα κρυφά όταν
μπορείς να κλέψεις στα φανερά, άλλωστε πέρα από τα σύνορα του ουρανού
η μουσική είναι μια.
Πλέον έχω αφήσει κάπως πίσω μου την μητρική εκδοχή, αυτή που με
ανάθρεψε, με ανέχτηκε και με αγκάλιασε στην μελαγχολική και σκληρή μου
εφηβεία, γίνομαι ο άκληρος πατέρας των τραγουδιών του Θεοδωράκη, της
φωνής του Μητροπάνου, των στίχων του Άλκη Αλκαίου.
Πλέον τα τραγούδια του Μάνου κοιμούνται στα άλμπουμ στην βιβλιοθήκη
απέναντι από το γραφείο μου μαζί με τα βιβλία του Κάφκα, του Έρμαν Έσσε,
του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη και του Καζαντζάκη και τα ποιήματα του
Καρυωτάκη, του Σολωμού, του Καβάφη και της Πολυδούρη. Είναι ένα
συμπληρωμένο παζλ που πάνω του ξεφόρτωσα όλα μου τα παλιά βάσανα
και τους αναστεναγμούς, που πάνω του έχτισα όλα όσα έγινα σήμερα. Είναι
εκείνη η λατέρνα που περνά από το παράθυρό μου και σκίζει με ένα
μελαγχολικό μειδίαμα τη μίζερη ρουτίνα της τωρινής ζωής μου. Παίξε λίγο
ακόμα, σε έχω ξανά ανάγκη, Μάνο μου…
Κι αυτός σα να μου απαντάει. Διώξε την λύπη παλικάρι, πάμε μια βόλτα στο
φεγγάρι.





