Παλαιοκάστρου Μνήμες
Η τελευταία γενιά που ενώνει την προηγούμενη ιστορική περίοδο της ανθρωπότητας με την καινούργια
Με αφορμή το ιστορικό βιβλίο του Παναγιώτη Φλώρου (Καλατζάκου)
Είναι σημαντικό να γράφει κανείς ένα ιστορικό βιβλίο. Είναι πολύ σημαντικό… Ίσως μία από τις μεγάλες προσφορές που μπορεί να κάνει κάποιος στους συνανθρώπους του. Γιατί το βιβλίο του Παναγιώτη Φλώρου έχει σχέση με την μνήμη. Η σημασία του να θυμόμαστε…ποιοι είμαστε, ποιες είναι οι ρίζες μας, τι έκαναν οι πρόγονοί μας, ποιο ήταν το παρελθόν μας. Γιατί, αν γνωρίζουμε το παρελθόν με όλα τα καλά και τα κακά, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να χτίσουμε ένα καλύτερο μέλλον, και όπως λέει και το ρητό: «Λαός δίχως μνήμη, λαός δίχως μέλλον».
Τι είναι η ιστορία λοιπόν; Η ιστορία είναι η προσπάθεια που κάνουμε να θυμηθούμε αυτά που δεν υπάρχουν πια. Τα θυμόμαστε όλα; Όχι βέβαια, γι’ αυτό, πολλές φορές, η ιστορία είναι ανεπαρκής, αντιφατική, έχει κενά και παραλείψεις. Όμως, οι άνθρωποι μέσα από την ιστορία προσπαθούν ν’ ανασυγκροτήσουν την μνήμη τους, να φέρουν στην επιφάνεια με σεβασμό όλες εκείνες τις θύμισες, να τις καταγράψουν έτσι ώστε να έχουμε εκείνο το αποτέλεσμα που λέγεται συλλογική μνήμη.
Βιβλία, μουσεία, αρχεία του Κράτους, βιβλιοθήκες, παλαιά κτίρια, γεφύρια, αλώνια, είναι η ιστορία μας. Γιορτές, επέτειοι, εκδηλώσεις, πανηγύρια, μνημεία κτλ. Όλα αυτά είναι η ιστορία μας και άλλα πολλά και όλα αυτά έχουν σχέση με την ανάμνηση, με την μνήμη, με την γνώση.
Ο Σωκράτης έλεγε ότι η γνώση είναι ανάμνηση. Γιατί όλοι αυτοί οι χώροι, οι τόποι, οι χρόνοι, όλα αυτά τ’ αντικείμενα, οι πέτρες, τα βουνά, τα ποτάμια, τα νερά, οι άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια και πέρασαν από αυτή την ζωή δεν είναι άψυχα πράγματα.
Το παρελθόν μας δεν έχει πεθάνει. Είναι ζωντανό, το σούρνουμε μέσα μας σαν παρόν, το αναγεννάμε σαν μέλλον, τίποτε δεν πεθαίνει παρά μόνο αν το ξεχάσεις.
Σε μια εποχή που γίνεται από κάποιους μια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η Ιστορία, να παραμορφωθεί η Ιστορία για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Νέας μνημονιακής τάξης πραγμάτων, για τα συμφέροντα των ισχυρών, η αντίσταση όλων μας είναι επιβεβλημένη.
Οι άγνωστοι άνθρωποι που έχουν ως όπλο την ανθρωπιά, οι μικροί σύλλογοι (όπως ο δικός μας), τα μικρά πανηγύρια, οι μικρές εκδηλώσεις, οι μικρές εκκλησίες, οι άγνωστοι συγγραφείς που εκδίδουν ένα βιβλίο για τον τόπο τους, αποτελούν μεγάλες υγιείς αντιστάσεις στην ισοπεδωτική μανία της Παγκοσμιοποίησης. Απέναντι στης παγκοσμιοποίηση, αυτού του είδους οι εκδηλώσεις αντιπροτείνουν την έννοια της οικουμενικότητας. Γιατί αυτού του είδους οι εκδηλώσεις, αν σκεφτούμε πιο βαθιά, συμβάλλουν στην οικουμενική κληρονομιά, προστατεύουν και αναπαράγουν το μνημειακό πλούτο, διατηρούν την συλλογική μνήμη, συνδέουν τις παλιές με τις νέες γενιές, επανασυνδέουν την παράδοση με το σύγχρονο τρόπο ζωής, ευφραίνουν την ψυχή και την γεμίζουν με συναισθήματα χαράς και κατανόησης. Αυτού του είδους οι εκδηλώσεις σαν τη δική μας, θυμίζουν τις ανθρωπιστικές αξίες της αλληλεγγύης, της ειρήνης, της ελευθερίας. Θυμίζουν την Αγάπη που πρέπει να έχουμε ο ένας απέναντι στον άλλον, την αγάπη για το περιβάλλον, για τη γη και τα βουνά, την αγάπη για τους τόπους, για τους χρόνους, για τους ανθρώπους. Την αγάπη για το ωραίο, το πνευματικό, το αληθινό. Αυτή είναι η οικουμενικότητα. Η οικουμενικότητα ξεκινάει από την ιστορία του Παλαιοκάστρου, και από το κάθε μικρό χωριό της κάθε χώρας. Η οικουμενικότητα αποτελείται από εκατομμύρια τοπικές παραδόσεις, εκατομμύρια μνήμες τόπων, χρόνων και προσώπων. Το βιβλίο του Παναγιώτη Φλώρου, μας βυθίζει σ’ αυτές τις μνήμες. Μας επαναφέρει στην πεδιάδα ενός ηθικού χρέους. Μας ανακαλύπτει την ταυτότητά μας.Μας θυμίζει τα πρόσωπα των παππούδων και των γιαγιάδων μας και άλλων αγαπημένων. Με έσπρωξε και εμένα να θυμηθώ. Να περπατήσω στο μονοπάτι της μνήμης.
Βρήκα μέσα μου μνήμες από τα καφενεία του χωριού μας με το ούζο, το διάφορο, το λουκούμι στο πιατελάκι του καφέ τρυπημένο με μια οδοντογλυφίδα. Η μυρωδιά του καφέ, το τάβλι, η κολιτσίνα, η δηλωτή και οι κουβέντες των παλαιοτέρων.
Μνήμες από το σχολείο και τους πρώτους δασκάλους μας, οι μνήμες για τους κρυφούς έρωτες για τα κοριτσόπουλα της ηλικίας μου, για όλα εκείνα τα σκιρτήματα της ψυχής. Των συναισθημάτων η ενέργεια που απλωνόταν σαν μαγική χρυσόσκονη στ’ αλώνια τα καλοκαίρια, καθώς τ’ άλογα πάταγαν τα στάχυα και αργότερα με τις θεριστικές μηχανές που άλεθαν στις θημωνιές τα δεμάτια από σιτάρι, κριθάρια και βρόμη….
Μνήμες από τα μεσημέρια του καλοκαιριού, που οι μανάδες και οι γιαγιές μας έπηζαν τυριά και μυτζήθρες (από το γάλα των ζώων που άρμεγαν οι άντρες). Έπειτα, τ’ απογεύματα έφτιαχναν χειροποίητες χυλοπίτες και τραχανά γεμίζοντας αυθεντικές μυρωδιές κάθε χώρο των μικρών πέτρινων σπιτιών. Μετά έρχονταν οι δίπλες, τα τηγανόψωμα και οι λαλαγγίδες μαζί με τα γέλια της παιδικής μας αθωότητας, της σιγουριάς πως η ζωή θα είναι πάντα έτσι ξέγνοιαστη και ευτυχισμένη και τρυφερή…μια συνεχής παραμυθένια συνομιλία με την ουτοπία.
Χιλιάδες μνήμες Παλαιοκάστρου – Μνήμες Ξηροκασίτικες που ο Παναγιώτης Φλώρος τις εντάσσει πολύ εύστοχα στο γενικότερο πλαίσιο μιας ιστορικής περιόδου και από μνήμες τοπικές τις διαμορφώνει μνήμες οικουμενικές.
Και τώρα έχω να σας πω κάτι πολύ σημαντικό (έτσι πιστεύω).
Αυτές οι μνήμες, οι εικόνες και εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας είναι οι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ εικόνες και εμπειρίες όχι μόνο μιας ολόκληρης γενιάς αλλά ενός ολόκληρου πολιτισμού χιλιάδων χρόνων.
Η γενιά η δική μας (όσοι γεννήθηκαν την δεκαετία του 1960) είναι η τελευταία γενιά που ενώνει την προηγούμενη ιστορική περίοδο της ανθρωπότητας με την καινούργια που ακολούθησε. Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι του δυτικού κόσμου και βέβαια της Ελληνικής Επικράτειας, ζούσαν σχεδόν στον ίδιο τρόπο ζωής, ιδιαίτερα βέβαια στην ύπαιθρο. Ανάβαν φωτιές με το “ακόνι” και αφάνες, οργώνανε με ζώα και αλέτρια, έσπερναν με καρπούς που κρατούσαν όλο το χρόνο, θέριζαν με τα δρεπάνια, αλώνιζαν στ’ αλώνια με τ’ άλογα, έβοσκαν τα ζώα τους στα βουνά και στα χειμαδιά, έπηζαν τυρί και μυτζήθρες με τους παραδοσιακούς τρόπους, είχαν καλύβες και αγροτόσπιτα, είχαν στέρνες που έπαιρναν το νερό. Ο τρόπος που έφτιαχναν το κρασί, το λάδι, το ψωμί και τα βασικά προϊόντα διατροφής. Δημιουργούσαν συχνά μόνοι τα εργαλεία για τις δουλειές τους, τα ρούχα τους στους αργαλειούς, ακόμα και τα παπούτσια τους. Γένναγαν με την βοήθεια μαιών τα παιδιά τους και χρησιμοποιούσαν συχνά για τις ασθένειες φυτά και γιατροσόφια από πρακτικούς ιατρούς.
Οι κοινωνικές τους συναναστροφές, τα πανηγύρια, ο τρόπος που γλένταγαν, βαφτίσια, γάμοι, κηδείες παρέμεναν σ’ ένα μοτίβο σχεδόν ίδιο για αιώνες.
Μετά ο κόσμος έκανε ένα απότομο εξελικτικό άλμα. Η μετανάστευση στις πόλεις και η εξέλιξη της τεχνολογίας, άλλαξαν σχεδόν για πάντα.
Είμαστε η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ γενιά που τα είδε και τα έζησε όλα αυτά που προαναφέρω, που έζησε και βίωσε το τέλος ενός τρόπου ζωής χιλιάδων χρόνων.
Στην ουσία σαν γενιά είμαστε η γέφυρα του παλιού πολιτισμού με τον καινούργιο μετατεχνολογικό-ψηφιακό που προέκυψε.
Αυτό όταν το σκέφτομαι με κάνει να αισθάνομαι τυχερός που έζησα πράγματα που οι επόμενες γενιές δεν θα έζησαν. Παράλληλα όμως, με γεμίζει και με ανάμεικτα συναισθήματα που έτσι ξαφνικά χάθηκε στα βάθη του χρόνου μια ολόκληρη ιστορική περίοδος που χάνεται μαζί της και ένα μέρος του εαυτού μου…
Γι’ αυτό το χαμένο μέρος του εαυτού μου μιλώ συχνά μέσα από τα δικά μου γραψίματα, χωρίς να θέλω να είμαι μελοδραματικός. Γιατί το χαμένο μέρος του εαυτού μας είναι πολύτιμο, το χάσιμο μας μαθαίνει το βάθος της ζωής. Είναι το προζύμι για να φουσκώσει το ψωμί της ύπαρξής μας. Μας πηγαίνει στην ψυχή της εσωτερικής μας φύσης. Τελικά, δεν είναι χάσιμο.
Είναι η ζωή που ζήσαμε. Η ζωή που μας ανήκει, η οποία ζωή και αν ήταν αυτή καλή-κακή με τις μικροχαρές της και τις λύπες της, ήταν και είναι μια ζωή πολύτιμη που πρέπει να την θυμόμαστε, που πρέπει να την δοξάζουμε, που πρέπει να την στηρίζουμε με τέτοιου είδους εκδηλώσεις.
Ήτανε και είναι η δική μας ζωή…
Τελειώνω μ’ ένα ποίημα για την μνήμη της ζωής του Παλαιοκάστρου για την κοινή ζωή που μοιράστηκα και εγώ σε τούτα τα χώματα με όλους σας.
Το ποίημα λέγεται «Η Νάκα».
Περπατώ στους ελαιώνες του καλοκαιριού
φορώντας τα σανδάλια του Ερμή
εκτεθειμένος στ’ αγκάθια της εμπειρίας.
Ξάπλωσα κάτω από την μεγάλη ελιά,
εκείνη που η μάνα μου με κρέμαγε στη Νάκα
όταν θέριζε το χωράφι.
Ο Ήχος των τζιτζικιών, ο ήχος των νερών.
Ο ήχος των παιδικών μου χρόνων.
Ο ήχος της ζωής
των τόσων καλοκαιριών που έζησα.
Ο ήχος του χωριού μου.
Ο ήχος των αναμνήσεων,
ο ήχος που αγάπησα
Αυτός ο ήχος…
( Όταν πηγαίνω και ξαπλώνω κάτω από αυτή την ελιά άλλες φορές νιώθω τόσο ευτυχής και άλλες φορές κλαίω...δεν ξέρω τι παθαίνω )
Σας ευχαριστώ.
Είναι σημαντικό να γράφει κανείς ένα ιστορικό βιβλίο. Είναι πολύ σημαντικό… Ίσως μία από τις μεγάλες προσφορές που μπορεί να κάνει κάποιος στους συνανθρώπους του. Γιατί το βιβλίο του Παναγιώτη Φλώρου έχει σχέση με την μνήμη. Η σημασία του να θυμόμαστε…ποιοι είμαστε, ποιες είναι οι ρίζες μας, τι έκαναν οι πρόγονοί μας, ποιο ήταν το παρελθόν μας. Γιατί, αν γνωρίζουμε το παρελθόν με όλα τα καλά και τα κακά, έχουμε περισσότερες πιθανότητες να χτίσουμε ένα καλύτερο μέλλον, και όπως λέει και το ρητό: «Λαός δίχως μνήμη, λαός δίχως μέλλον». Τι είναι η ιστορία λοιπόν; Η ιστορία είναι η προσπάθεια που κάνουμε να θυμηθούμε αυτά που δεν υπάρχουν πια. Τα θυμόμαστε όλα; Όχι βέβαια, γι’ αυτό, πολλές φορές, η ιστορία είναι ανεπαρκής, αντιφατική, έχει κενά και παραλείψεις. Όμως, οι άνθρωποι μέσα από την ιστορία προσπαθούν ν’ ανασυγκροτήσουν την μνήμη τους, να φέρουν στην επιφάνεια με σεβασμό όλες εκείνες τις θύμισες, να τις καταγράψουν έτσι ώστε να έχουμε εκείνο το αποτέλεσμα που λέγεται συλλογική μνήμη.
Βιβλία, μουσεία, αρχεία του Κράτους, βιβλιοθήκες, παλαιά κτίρια, γεφύρια, αλώνια, είναι η ιστορία μας. Γιορτές, επέτειοι, εκδηλώσεις, πανηγύρια, μνημεία κτλ. Όλα αυτά είναι η ιστορία μας και άλλα πολλά και όλα αυτά έχουν σχέση με την ανάμνηση, με την μνήμη, με την γνώση.
Ο Σωκράτης έλεγε ότι η γνώση είναι ανάμνηση. Γιατί όλοι αυτοί οι χώροι, οι τόποι, οι χρόνοι, όλα αυτά τ’ αντικείμενα, οι πέτρες, τα βουνά, τα ποτάμια, τα νερά, οι άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια και πέρασαν από αυτή την ζωή δεν είναι άψυχα πράγματα.
Το παρελθόν μας δεν έχει πεθάνει. Είναι ζωντανό, το σούρνουμε μέσα μας σαν παρόν, το αναγεννάμε σαν μέλλον, τίποτε δεν πεθαίνει παρά μόνο αν το ξεχάσεις.
Σε μια εποχή που γίνεται από κάποιους μια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η Ιστορία, να παραμορφωθεί η Ιστορία για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Νέας μνημονιακής τάξης πραγμάτων, για τα συμφέροντα των ισχυρών, η αντίσταση όλων μας είναι επιβεβλημένη.
Οι άγνωστοι άνθρωποι που έχουν ως όπλο την ανθρωπιά, οι μικροί σύλλογοι (όπως ο δικός μας), τα μικρά πανηγύρια, οι μικρές εκδηλώσεις, οι μικρές εκκλησίες, οι άγνωστοι συγγραφείς που εκδίδουν ένα βιβλίο για τον τόπο τους, αποτελούν μεγάλες υγιείς αντιστάσεις στην ισοπεδωτική μανία της Παγκοσμιοποίησης. Απέναντι στης παγκοσμιοποίηση, αυτού του είδους οι εκδηλώσεις αντιπροτείνουν την έννοια της οικουμενικότητας. Γιατί αυτού του είδους οι εκδηλώσεις, αν σκεφτούμε πιο βαθιά, συμβάλλουν στην οικουμενική κληρονομιά, προστατεύουν και αναπαράγουν το μνημειακό πλούτο, διατηρούν την συλλογική μνήμη, συνδέουν τις παλιές με τις νέες γενιές, επανασυνδέουν την παράδοση με το σύγχρονο τρόπο ζωής, ευφραίνουν την ψυχή και την γεμίζουν με συναισθήματα χαράς και κατανόησης. Αυτού του είδους οι εκδηλώσεις σαν τη δική μας, θυμίζουν τις ανθρωπιστικές αξίες της αλληλεγγύης, της ειρήνης, της ελευθερίας. Θυμίζουν την Αγάπη που πρέπει να έχουμε ο ένας απέναντι στον άλλον, την αγάπη για το περιβάλλον, για τη γη και τα βουνά, την αγάπη για τους τόπους, για τους χρόνους, για τους ανθρώπους. Την αγάπη για το ωραίο, το πνευματικό, το αληθινό. Αυτή είναι η οικουμενικότητα. Η οικουμενικότητα ξεκινάει από την ιστορία του Παλαιοκάστρου, και από το κάθε μικρό χωριό της κάθε χώρας. Η οικουμενικότητα αποτελείται από εκατομμύρια τοπικές παραδόσεις, εκατομμύρια μνήμες τόπων, χρόνων και προσώπων. Το βιβλίο του Παναγιώτη Φλώρου, μας βυθίζει σ’ αυτές τις μνήμες. Μας επαναφέρει στην πεδιάδα ενός ηθικού χρέους. Μας ανακαλύπτει την ταυτότητά μας.Μας θυμίζει τα πρόσωπα των παππούδων και των γιαγιάδων μας και άλλων αγαπημένων. Με έσπρωξε και εμένα να θυμηθώ. Να περπατήσω στο μονοπάτι της μνήμης.
Βρήκα μέσα μου μνήμες από τα καφενεία του χωριού μας με το ούζο, το διάφορο, το λουκούμι στο πιατελάκι του καφέ τρυπημένο με μια οδοντογλυφίδα. Η μυρωδιά του καφέ, το τάβλι, η κολιτσίνα, η δηλωτή και οι κουβέντες των παλαιοτέρων.
Μνήμες από το σχολείο και τους πρώτους δασκάλους μας, οι μνήμες για τους κρυφούς έρωτες για τα κοριτσόπουλα της ηλικίας μου, για όλα εκείνα τα σκιρτήματα της ψυχής. Των συναισθημάτων η ενέργεια που απλωνόταν σαν μαγική χρυσόσκονη στ’ αλώνια τα καλοκαίρια, καθώς τ’ άλογα πάταγαν τα στάχυα και αργότερα με τις θεριστικές μηχανές που άλεθαν στις θημωνιές τα δεμάτια από σιτάρι, κριθάρια και βρόμη….
Μνήμες από τα μεσημέρια του καλοκαιριού, που οι μανάδες και οι γιαγιές μας έπηζαν τυριά και μυτζήθρες (από το γάλα των ζώων που άρμεγαν οι άντρες). Έπειτα, τ’ απογεύματα έφτιαχναν χειροποίητες χυλοπίτες και τραχανά γεμίζοντας αυθεντικές μυρωδιές κάθε χώρο των μικρών πέτρινων σπιτιών. Μετά έρχονταν οι δίπλες, τα τηγανόψωμα και οι λαλαγγίδες μαζί με τα γέλια της παιδικής μας αθωότητας, της σιγουριάς πως η ζωή θα είναι πάντα έτσι ξέγνοιαστη και ευτυχισμένη και τρυφερή…μια συνεχής παραμυθένια συνομιλία με την ουτοπία.
Χιλιάδες μνήμες Παλαιοκάστρου – Μνήμες Ξηροκασίτικες που ο Παναγιώτης Φλώρος τις εντάσσει πολύ εύστοχα στο γενικότερο πλαίσιο μιας ιστορικής περιόδου και από μνήμες τοπικές τις διαμορφώνει μνήμες οικουμενικές.
Και τώρα έχω να σας πω κάτι πολύ σημαντικό (έτσι πιστεύω).
Αυτές οι μνήμες, οι εικόνες και εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας είναι οι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ εικόνες και εμπειρίες όχι μόνο μιας ολόκληρης γενιάς αλλά ενός ολόκληρου πολιτισμού χιλιάδων χρόνων.
Η γενιά η δική μας (όσοι γεννήθηκαν την δεκαετία του 1960) είναι η τελευταία γενιά που ενώνει την προηγούμενη ιστορική περίοδο της ανθρωπότητας με την καινούργια που ακολούθησε. Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι του δυτικού κόσμου και βέβαια της Ελληνικής Επικράτειας, ζούσαν σχεδόν στον ίδιο τρόπο ζωής, ιδιαίτερα βέβαια στην ύπαιθρο. Ανάβαν φωτιές με το “ακόνι” και αφάνες, οργώνανε με ζώα και αλέτρια, έσπερναν με καρπούς που κρατούσαν όλο το χρόνο, θέριζαν με τα δρεπάνια, αλώνιζαν στ’ αλώνια με τ’ άλογα, έβοσκαν τα ζώα τους στα βουνά και στα χειμαδιά, έπηζαν τυρί και μυτζήθρες με τους παραδοσιακούς τρόπους, είχαν καλύβες και αγροτόσπιτα, είχαν στέρνες που έπαιρναν το νερό. Ο τρόπος που έφτιαχναν το κρασί, το λάδι, το ψωμί και τα βασικά προϊόντα διατροφής. Δημιουργούσαν συχνά μόνοι τα εργαλεία για τις δουλειές τους, τα ρούχα τους στους αργαλειούς, ακόμα και τα παπούτσια τους. Γένναγαν με την βοήθεια μαιών τα παιδιά τους και χρησιμοποιούσαν συχνά για τις ασθένειες φυτά και γιατροσόφια από πρακτικούς ιατρούς.
Οι κοινωνικές τους συναναστροφές, τα πανηγύρια, ο τρόπος που γλένταγαν, βαφτίσια, γάμοι, κηδείες παρέμεναν σ’ ένα μοτίβο σχεδόν ίδιο για αιώνες.
Μετά ο κόσμος έκανε ένα απότομο εξελικτικό άλμα. Η μετανάστευση στις πόλεις και η εξέλιξη της τεχνολογίας, άλλαξαν σχεδόν για πάντα.
Είμαστε η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ γενιά που τα είδε και τα έζησε όλα αυτά που προαναφέρω, που έζησε και βίωσε το τέλος ενός τρόπου ζωής χιλιάδων χρόνων.
Στην ουσία σαν γενιά είμαστε η γέφυρα του παλιού πολιτισμού με τον καινούργιο μετατεχνολογικό-ψηφιακό που προέκυψε.
Αυτό όταν το σκέφτομαι με κάνει να αισθάνομαι τυχερός που έζησα πράγματα που οι επόμενες γενιές δεν θα έζησαν. Παράλληλα όμως, με γεμίζει και με ανάμεικτα συναισθήματα που έτσι ξαφνικά χάθηκε στα βάθη του χρόνου μια ολόκληρη ιστορική περίοδος που χάνεται μαζί της και ένα μέρος του εαυτού μου…
Γι’ αυτό το χαμένο μέρος του εαυτού μου μιλώ συχνά μέσα από τα δικά μου γραψίματα, χωρίς να θέλω να είμαι μελοδραματικός. Γιατί το χαμένο μέρος του εαυτού μας είναι πολύτιμο, το χάσιμο μας μαθαίνει το βάθος της ζωής. Είναι το προζύμι για να φουσκώσει το ψωμί της ύπαρξής μας. Μας πηγαίνει στην ψυχή της εσωτερικής μας φύσης. Τελικά, δεν είναι χάσιμο.
Είναι η ζωή που ζήσαμε. Η ζωή που μας ανήκει, η οποία ζωή και αν ήταν αυτή καλή-κακή με τις μικροχαρές της και τις λύπες της, ήταν και είναι μια ζωή πολύτιμη που πρέπει να την θυμόμαστε, που πρέπει να την δοξάζουμε, που πρέπει να την στηρίζουμε με τέτοιου είδους εκδηλώσεις.
Ήτανε και είναι η δική μας ζωή…
Τελειώνω μ’ ένα ποίημα για την μνήμη της ζωής του Παλαιοκάστρου για την κοινή ζωή που μοιράστηκα και εγώ σε τούτα τα χώματα με όλους σας.
Το ποίημα λέγεται «Η Νάκα».
Περπατώ στους ελαιώνες του καλοκαιριού
φορώντας τα σανδάλια του Ερμή
εκτεθειμένος στ’ αγκάθια της εμπειρίας.
Ξάπλωσα κάτω από την μεγάλη ελιά,
εκείνη που η μάνα μου με κρέμαγε στη Νάκα
όταν θέριζε το χωράφι.
Ο Ήχος των τζιτζικιών, ο ήχος των νερών.
Ο ήχος των παιδικών μου χρόνων.
Ο ήχος της ζωής
των τόσων καλοκαιριών που έζησα.
Ο ήχος του χωριού μου.
Ο ήχος των αναμνήσεων,
ο ήχος που αγάπησα
Αυτός ο ήχος…
( Όταν πηγαίνω και ξαπλώνω κάτω από αυτή την ελιά άλλες φορές νιώθω τόσο ευτυχής και άλλες φορές κλαίω...δεν ξέρω τι παθαίνω )