Λογοτεχνική κριτική στην ποίηση του δημοσιογράφου Θανάση Παντέ
Πολλές φορές στην ζωή του ποιητή κάτι τον γυροφέρνει που γίνεται κατανοητό από τον ίδιο όχι τόσο στην καθημερινή του ζωή αλλά στην λογοτεχνική του γραφή. Αυτή η μετατόπιση της συνείδησης είναι ο προάγγελος μιας εξελικτικής αυτογνωσίας.
Μπροστά στην αυτογνωσία είμαστε γυμνοί, τρωτοί δίχως τους τίτλους μας, τις ιδεολογίες, την μόρφωσή μας. Η αυτογνωσία όλα αυτά τα καταρρίπτει. Η ποιητική αυτογνωσία σε βάζει μπροστά σε ερωτήματα που πρέπει ν’ απαντήσεις.
Αν η ποίηση που γράφεις είναι εκ βαθέων αν τολμάς να δείξεις την ψυχή σου) ή αν είναι επιφανειακή συγκαταβατική με υποκριτική ματιά. Αν υπάρχει η θέληση για ενδοσκόπηση; (πράγμα που σημαίνει παρατήρηση του εαυτού) ή αν η ποίηση σου είναι μια στρατηγική ελιγμών;
Ένα παρακλάδι δημόσιων σχέσεων, μια η ματαιόδοξη αγωνία για συνεχή προσωπική προβολή; Που βρίσκεται εδώ η αλήθεια;
Η προσωπική σου αλήθεια;
Στην λογοτεχνία όμως και ειδικότερα στην ποίηση η προσωπική αλήθεια συχνα εμφανίζεται σαν μια εκδίκηση απέναντι στις επιταγές της κοινωνικής συμβίωσης.
Από την άλλη μεριά όμως αν δεν έχεις μια προσωπική αλήθεια είναι αναγκαίο να την κατασκευάσεις. Να την δημιουργήσεις.
Ο δημοσιογράφος προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια στον κόσμο, στηριζόμενος σε γεγονότα, μαρτυρίες, φήμες, σε κοινωνικές αξίες. Ο ποιητής αναδημιουργεί την αλήθεια και του κόσμου. Θέτει πάλι εκείνες τις ξεχασμένες αλλά αιώνιες αξίες.
Το να γράφει λοιπόν λογοτεχνία και ποίηση είναι και μια αναδημιουργία της προσωπικής σου αλήθειας. Είναι και μια ευχάριστη εκδρομή στην εσωτερική σου ενδοχώρα. Εκεί που πια δεν είσαι ιδεοκρατούμενος αλλά διαισθητικά λειτουργικός.
Γιατί η καλή ποίηση αποτελεί λειτούργημα.
Βέβαια δεν είμαι θεωρητικός της λογοτεχνίας ούτε κατά επάγγελμα κριτικός.
Θα θελήσω όμως να κάνω μια σύντομη διαισθητική αξιολόγηση για την ποίηση του Θανάση Παντέ.
Η διαίσθηση δεν έχει να κάνει με λογικοφανείς κανόνες,
εκλογικεύσεις και θεωρητικές προσεγγίσεις, ούτε βέβαια τα αποκλείει.
Διαίσθηση είναι να πεις όχι μόνο αυτό που αισθάνεσαι όταν διαβάζεις ένα κείμενο αλλά και αυτό που αισθάνεσαι ότι είναι κρυμμένο κάτω από το κείμενο.
Να μην επηρεαστείς από την παρουσία του ποιητή στον κόσμο, από την κοινωνική του εικόνα. Ποιος είναι τι κάνει, πως περπατάει, αν είναι φιλικός ή εξωστρεφής αλλά να δεις τον ποιητή μέσα από την ενεργειακή εσωτερική του δόνηση. Από το εσωτερικό του γίγνεσθαι.
Βέβαια μια άποψη για το έργο κάποιου δημιουργού δεν αποτελεί και ετυμηγορία, ούτε συγχωροχάρτι. Δεν πρέπει να τον χτυπήσεις φιλικά και παρεϊστικά στην πλάτη, ούτε βέβαια να τον κοιτάξεις καχύποπτα από απόσταση.
Φίλε Θανάση (ξέρεις πολύ καλά) ότι καμία κριτική δεν είναι αθώα γιατί όλες έχουν το στοιχείο του υποκειμενισμού. Κατά αυτό τον τρόπο όλες οι κριτικές έχουν και λάθη.
Μαζί με τα λάθη μου λοιπόν πολύ σύντομα και συνοπτικά πρώτον θα προσπαθήσω να εισδύσω στην ποίησή σου, σα να μου είσουν ένας άγνωστος και όχι ο Θανάσης Παντές που ξέρω. Σα να διάβαζα μόνο το έργο σου χωρίς αν σε ξέρω.
Καταρχήν λοιπόν βλέποντας μόνο τον ποιητή μέσα από το ποιητικό του έργο έχω να σημειώσω τα εξής: όταν διάβαζα τα ποιήματά σου μου ήρθε στο μυαλό η γνωστή φράση του Μπόρχες «Όταν γράφω προσπαθώ να είμαι πιστός στο όνειρο και όχι στις περιστάσεις».
Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει στην ποίηση του Παντέ μ’ ένα παράδοξο όμως τρόπο:
Ο Παντές επικρίνει τις περιστάσεις μέσα από την ποίησή του. Περιστασιακά μελαγχολεί, θλίβεται, αρρωσταίνει. Επίσης μιλάει για απόγνωση, για ξεχασμένες αθωότητες, για πλεκτάνες, για παλιές θεωρίες, για φθαρμένα λόγια, για αυταπάτες, για ματαιοπονίες, για γυμνούς φόβους, για σφαγεία της Αλήθειας, για δραπέτες και ονειροπολήσεις, για το βασανισμένο σώμα της Ιστορίας του κάθε ανθρώπου. Παρόλα αυτά όμως του ο Παντές δεν είναι ένας θλιμμένος και σκοτεινός ποιητής. Ποδοπατημένος από την θλίψη του, ριγμένος στο πηγάδι μιας βαθιάς απαισιοδοξίας.
Περισσότερο όλα αυτά μου μοιάζουν ως προειδοποιήσεις. Επισημαίνει τα κακώς κείμενα (βέβαια πολλές φορές με θλιμμένο τρόπο- περισσότερο φως και αισιοδοξία νομίζω ότι θα ωφελούσε την ποίησή του), όμως τα κακώς κείμενα και η θλίψη της ποίησής του είναι «οι περιστάσεις» που λέει ο Μπόρχες. Κάτω από τις «περιστάσεις» ξεπηδά ένας «ποιητής που στην ουσία είναι πιστός στο όνειρό του». Κραυγάζει για ένα νέο όνειρο, για ένα νέο όραμα για έναν καλύτερο άνθρωπο, για έναν καλύτερο κόσμο.
Ο γραπτός λόγος του Θανάση Παντέ, το χέρι που γράφει ο νους που σκέφτεται, οι εκφράσεις του προσώπου του, η κίνησή του, η γλώσσα του σώματός του, αποτελείται από δυο φωνές. Η δημοσιογραφική φωνή, η φωνή του ιδεολογικού- κοινωνικού λάρυγγα, η φωνή της κοινωνικής προσωπικότητας και η ποιητική φωνή, η φωνή του ψυχικού του – εσωτερικού λόγου, η φωνή της ατομικής εσωτερικότητας του.
Αυτή η εικόνα του Θανάση με το ποδήλατό του να γυρίζει στα στενά της πόλης, την έχω συνδυάσει με την εικόνα ενός μοναχικού καβαλάρη (χωρίς επιτίδευση) στο δρόμο του. Είναι μια εικόνα ποιητική και όπως λέει ο ίδιος στο πρώτο του ποίημα «Ο δρόμος απομονωμένος ξεμακραίνει στην σιωπή των ματιών μου»
Και εδώ φαίνεται η εξής διαφορά. Δεν είναι απομονομένος ο ποιητής, αλλά ο δρόμος που κινείται είναι απομονωμένος. Αυτή η μοναχικότητα του δρόμου και όχι του ποιητή (το ξαναλέω) τον καθιστά έναν «αγνοημένο ταξιδευτή» (όρος δικός του) που (όμως όπως λέει ο ίδιος παρακάτω) ταυτόχρονα «η φωνή του περαστικού τον κρατά σε εγρήγορση. Ανήσυχο και ένοχο».
Ένοχο γιατί όποιος έχει μερίδιο από την κοσμική συνείδηση νιώθει μερικές φορές και ένοχος ή τουλάχιστον συνένοχος. Όταν η φωνή του ιδεολογικού λάρυγγα, η φωνή του δημοσιογράφου κάνει (όπως λέει σ’ ένα ποίημα του) και «βήματα απεγνωσμένα σε λασπωμένα χώματα που βουλιάζουν». Εκεί υπάρχει μια ενοχή που όμως την παρατηρεί, την γνωρίζει. Ανήσυχος τώρα νιώθει την φωνή της ποίησης. Γιατί η ίδια η ποίηση από φυσικού της δεν μπορεί να σε κάνει εφησυχασμένο. Γιατί η ίδια η ποίηση σε κάνει (λέω στίχο από ποίημά του πάλι) «να ψάχνεις το περίγραμμα του εαυτού σου αντιγράφοντας τις ψυχές των άλλων, μεταφράζοντας με το σώμα σου τις δυστυχίες τους σε δικές σου εμμονές».
Εδώ δίνει ο ποιητής και μια απάντηση τι σημαίνει ποιητής: «Είναι αυτός που ψάχνει το περίγραμμα του εαυτού του αντιγράφοντας με το σώμα του» Με το λογοτεχνικό του σώμα ο Παντές αντιγράφει όχι μόνο τις δυστυχίες των άλλων αλλά τις εμπειρίες τους, τις εμπειρίες της ζωής τους. Έχουμε λοιπόν τον ποιητή ως «μεταφραστή των εμπειρικών της ζωής».
Ο Θανάσης Παντές δεν είναι ο άνθρωπος που ζει ως είδωλο του κοινωνικού του καθρέφτη. Μπορεί να διατηρεί τις ισορροπίες του γνωστού δημοσιογράφου σε μια επαρχιακή πόλη όμως η θέλησή του για εσωτερική καθαρότητα είναι πιο ισχυρή από οποιαδήποτε κοινωνική σύμβαση. Ο κοινωνικός του εαυτός παραμερίζεται αρκετές φορές για να μιλήσει ένας αντισυμβατικός εαυτός του ο πιο καθαρός και ο πιο διαυγής. Ο εαυτός της ψυχής του. Ο Θανάσης Παντές είναι ένας διαβασμένος άνθρωπος. Γνωρίζει ιστορία, λογοτεχνία, διεισδύει αρκετές φορές στις συζητήσεις του στην καρδιά της Φολοσοφίας. Έχει συχνωτιστεί με ανθρώπους που αποτελούν μέρος της λογοτεχνικής καλλιετεχνικής και φιλοσοφικής μας παράδοσης, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι ένας στοχαστής, εγώ θα έλεγα ότι τείνει να είναι και ένας πνευματικός άνθρωπος. Δηλαδή όχι σοφιστής ή διανοητής μιας ψευτοκουλτούρας.
Μέσα από τα ποιήματά του προσωπικά διακρίνω την επιθυμία (του ποιητή, δημοσιογράφου και ανθρώπου) μιας συναισθηματικής Αγωγής, εκεί όπου η ευκρίνεια, η αλήθεια και η αγάπη (που ο καθένας μας δεν βρήκε όσο θα ήθελε) τον απομακρίνει από κάθε είδους προσ-ποίηση. Δεν είναι ένας εαυτός προσ-ποιητός, είναι ένας «προς την ποίηση». Ο προσανατολισμός του έχει να κάνει με μια δράση και με μια ανάγκη, να πει αυτά που καθημερινά μέσα από την δημοσιογραφική του πένα δεν μπορεί να πει. Γιατί στην δημοσιογραφία πολλές φορές δεν συγχωρείται να λες την αλήθεια. Αντίθετα θεωρείται από κάποιους και αντιεπαγγελματικό.
Όμως στην ποίηση του Παντέ υπάρχει αυτή η προσπάθεια της ισορροπίας ανάμεσα στον ποιητή και στον δημοσιογράφο. Ο ασυνείδητος εαυτός του έρχεται να συναντήσει τον συνειδητό εαυτό του. Η συνεργασία του συνειδητού με το ασυνείδητο γεννά την λογοτεχνική πράξη. Η λογοτεχνική πράξη είναι κάτι ανάμεσα στο μυστήριο και στην λογική. Όπως λέει ο ίδιος με περίσσεια αυτοκριτική «Για να επιζήσει ο ποιητής έγινε δημοσιογράφος, αναζητώντας απαντήσεις και χάθηκε στα ερωτήματα. Έκτοτε αγνοείται. Δραπέτευσε από τις γραπτές σελίδες, αναζητώντας την ζωή». Έτσι λέει στο ποίημα του «ψευδαίσθηση αυτοβιογραφίας» (με ερωτηματικό). Αυτό το ερωτηματικό ενισχύει τον ποιητή. Ο ποιητής δεν χάθηκε. Ο ποιητής είναι παρών και φαίνεται… πρέπει και επιβάλλεται να δραπετεύει από τις γραπτές του σελίδες. Είναι πλεονέκτημα αυτό.
Γιατί καλός ποιητής δεν είναι αυτός που μόνο γράφει. Αλλά και αυτός που ζει. Δεν φτάνει να γράψεις ορθά, σωστά και όμορφα. Πρέπει να ζεις ορθά, σωστά και όμορφα. Να δραπετεύεις από τις γραπτές σου σελίδες, αναζητώντας τη ζωή. Γιατί η ζωή είναι η μεγαλύτερη ποίηση. Αυτή οφείλουμε να ζήσουμε όπως πρέπει, ως άνθρωποι ποιητές. Ως ποιητές, της ζωής μας.